Το βιβλίο «Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες» περιέχει 30 διηγήματα του Λαπαθιώτη, γραμμένα από το 1908 έως το 1923, όταν ο γεννημένος το 1888 ποιητής ήταν μεταξύ 20 και 35 χρονών -πρόκειται δηλαδή για νεανικά διηγήματα. Το διήγημα που χάρισε στο βιβλίο τον τίτλο του, τα «Μαραμένα μάτια», ήταν ένα από τα αγαπημένα του
Λαπαθιώτη, αν σκεφτούμε ότι το δημοσίευσε δυο φορές, αρχικά το 1913 στο περιοδικό Ορμή και στη συνέχεια το 1924 στο αριστερό περιοδικό Νέοι Βωμοί.
Ό,τι είχε γυρίσει ο Λόχος από το γυμνάσιο…
Mέσ’ στο μουντό και βαρύ σπίτι, που προσωρινά ήταν κανωμένο στρατώνας, καθώς έπεφταν τα ήμερα σκοτάδια του χινοπωριάτικου εκείνου δειλινού, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών,
φτυσιές, φαντάροι, όπλα και βλαστήμια, «το σταυρό σου», και πού και πού, μιαν αυστηρή τραχιά φωνή του επιλοχία, ένα «Σιωπή!» που να μη δέχεται αντιρρήσεις ή ένα «Σκασμός!» σαν είδος μουγκρητού.
φτυσιές, φαντάροι, όπλα και βλαστήμια, «το σταυρό σου», και πού και πού, μιαν αυστηρή τραχιά φωνή του επιλοχία, ένα «Σιωπή!» που να μη δέχεται αντιρρήσεις ή ένα «Σκασμός!» σαν είδος μουγκρητού.
Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης, είχαν σκωθεί μπροστά από το Πολύγωνο, χορεύοντας τρελούς χορούς. Τα βλέπαμε να σεργιανούν, πελώρια και μουγγά, να κατεβαίνουν πέρα, απ’ τα Mεσόγεια, κύριος οίδε από ποιους κάμπους αττικούς, και να κρύβουν το νωθρό το ηλιοβασίλεμα με τις κιτρινάδες τους…
Τα μάτια στραβωνόντουσαν, τα δόντια τώρα τρίζαν όλο χώματα.
Ήμαστε κλεισμένοι μέσ’ στο λόχο –θαρρώ επιφυλακή– και πηγαινοερχόμαστε, βαριεστισμένοι κι άλαλοι, από θάλαμο σε θάλαμο, ένα κοπάδι τραγικό φυλακισμένοι, χωρίς αιτία και χωρίς οργή, βαρύθυμοι μαζί και υποταγμένοι.
O λοχαγός, σκυμμένος σ’ ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε και κείνος σιωπηλά, στο σκοτεινό γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος στο πεζούλι του παραθυριού· καμιά φορά, έριχνε ένα παρατεταμένο βλέμμα, κι επισκοπούσεν έξω, αφηρημένα, τη θαμπήν εκείνη ανεμοζάλη.
Οι φαντάροι, μέσα στους θαλάμους, μασούσανε μια φέτα κουραμάνα, κουβαριασμένοι απάνω στις κουβέρτες, είτε όρθιοι στις γωνιές, σα συνωμότες, είτε πεσμένοι ανάσκελα, σαν αποβλακωμένοι.
Έκοβα βόλτες μέσα στο διάδρομο, κι άκουγα και γω, θανατερά, το γοερό το ούρλιαγμα του ανέμου, κουκουλωμένος μέσα στη μαντύα μου.
Ένας μικρούλης δεκανέας ήρθε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα· είχε κι αυτός κάτι βαρύ μέσ’ στην ψυχή του, τα μάτια του ήταν ικετευτικά.
Λοιπόν, συνάδελφε, θα τελειώσουν πια τα βάσανά μας; θα ιδούμε θεού πρόσωπο και μεις;…
Ήταν ένα κοντό, μελαγχρινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί το μάγουλο· ήταν κληρωτός απ’ τη Σμύρνη· όταν χαμογελούσε, φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατιά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια· είχε δεμένο το ’να χέρι, μ’ ένα στριμμένο κόκκινο μαντήλι.
Αλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες, κι ύστερα τον άφησα, και πήγα κι έκατσα και γω σιμά στην πόρτα, και κοίταζα και γω στα σκοτεινά.
………………………………………………………………………
Και τότε –τα είδα.
ΤΑ ΕΙΔΑ!
Ω ναι, ναι! δυο βήματα από μένα, ξαφνικά, εκεί, ανάμεσ’ απ’ τον τρίτο θάλαμο, και το μεσαίο, τον κεντρικό διάδρομο, γυρισμένα ακίνητα στη σκάλα.
Τα μαραμένα μάτια…
Κοιτάζανε μακριά κι αφηρημένα, ολάνοιχτα ανοιγμένα σα νεκρά, σαν όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει κάποτε πελώρια, σε μιαν υπνωτικιάν ακινησία…
Κοίταζαν τάχα τα μεγάλα σύννεφα ή μην ένα σπιτάκι αγαπημένο, σε κάποιο χωριουδάκι μακρινό, ή μην ένα χεράκι που κεντούσε, καν ύφαινε, σε κάποιον αργαλειό;
Τώρα βαριές οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά κομμάτια μελανά, πλακώναν πέρα ώς πέρα τη στρατώνα. Ανάψανε μια λάμπα στο γραφείο, κι αρχίσαν το ψιλό κουβεντολόι. O δεκανέας της εβδομάδας, ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστήριζε, πως αν η Αγγλία, μαζί με τη Γαλλία… (και κείνα ήταν λυπημένα, λυπημένα, μήτε ακούγαν τίποτε απ’ αυτά, μόνο ήταν λυπημένα, λυπημένα…).
Tότε ο λοχαγός του αντέτεινε, και του ’λεγε πως δεν υπήρχε λόγος να υποστηρίζει τώρα τέτοιαν άποψη, αν όμως εξετάσουμε στο βάθος, τα εθνικά συμφέροντα απαιτούσαν… O δεκανέας όμως πάλι επέμεινε, και του ’φερνε κάποια άλλα επιχειρήματα, κι ο λοχαγός βρισκόταν μπερδεμένος· για να μην υποχωρήσει μολαταύτα, ξερομασούσε πάλι, αυστηρά, το μοναδικό του επιχείρημα, πως η Bουλγαρία και τα λοιπά. Σ’ αυτό το τελευταίο συμφωνούσε κι ο επιλοχίας, κουνώντας το κεφάλι του με τρόπο σοβαρό, και παίζοντας τα δάχτυλα απάνω στο τραπέζι…
(…και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, και κοίταζαν μακριά, αποκανωμένα, κοίταζαν πάντα παραπονεμένα, σα να τους είχε λείψει η ζωή, σα να ήταν η ζωή τους πεθαμένη, σα να ’ταν μέσα τους ένα άσπρο κοιμητήριο, σα να ήταν η ψυχή του φθινοπώρου, η θλιβερή ψυχή του φθινοπώρου…
Κι έλεγαν:
«Είμαστε μεις τα Μαραμένα Μάτια, είμαστε μεις τα μάτια της Οδύνης, κι είμαστε λυπημένα, λυπημένα. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια πράματα… Θυμόμαστε μονάχα μια μανούλα, ένα έρημο σπιτάκι αγαπημένο, μιαν αδελφούλα που είναι στη γωνιά, και τον καλό το γέρο μας πατέρα… Κι είμαστε σαν παιδάκια λυπημένα, παιδάκια αδικοτιμωρημένα…
Κι είμαστε φοβισμένα, φοβισμένα…»
Αυτά λέγανε τα Μαραμένα Μάτια –τα μάτια του μικρού του σαλπιχτή, του μελαψού και μελαγχολικού, του μελαγχολικού παλληκαριού, που ήταν ακουμπισμένο και κοιτούσε…)
…………………………………………………………………………………..
Ξαφνικά σημαίνει προσκλητήριο.
Ακούγεται η φωνή του επιλοχία, βραχνή, βαριά, πνιγμένη, ζοφερή:
— Άνδρεεες! Κλίνατ’ επί δεεε-ξιά! Eμπρόοος! Αρς!…
***
Δε βλέπω πια τα μάτια. Είναι σκοτάδι.
~
«Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες»
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]