Τ’ άστρα δραπετεύουν, φοβισμένα και χλομά,
απ’ τον ουρανό της μοναξιάς μου,
και το μαύρο μάτι του μεσονυχτίου
ρίχνει την επίμονη ματιά του όλο και πιο κοντά.
Τον εαυτό μου δεν μπορώ να ξαναβρώ
μέσα σε τούτη τη θανάσιμη ερημιά!
Νιώθω από ’μένα να κείμαι κόσμους μακριά
ανάμεσα μια γκρίζα νύχτα φόβου αρχέγονου…
Θα ’θελα, ένας πόνος να ξυπνήσει
απ’ τον ουρανό της μοναξιάς μου,
και το μαύρο μάτι του μεσονυχτίου
ρίχνει την επίμονη ματιά του όλο και πιο κοντά.
Τον εαυτό μου δεν μπορώ να ξαναβρώ
μέσα σε τούτη τη θανάσιμη ερημιά!
Νιώθω από ’μένα να κείμαι κόσμους μακριά
ανάμεσα μια γκρίζα νύχτα φόβου αρχέγονου…
Θα ’θελα, ένας πόνος να ξυπνήσει
κι απάνθρωπα να με γκρεμίσει
κι αιφνίδια από μένα να μ’ αρπάξει!
Και μια ηδονή δημιουργική
πάλι πίσω στην πατρίδα να με φέρει
κάτω απ’ το στήθος το μητρικό.
Στη μάνα γη μου δεν υπάρχει ούτε ψυχή,
τα ρόδα δεν ανθίζουν πια εκεί
μέσα στη ζεστή πνοή. –
…Θα ’θελα έναν ακριβαγαπημένο να ’χα,
και να κρυβόμουνα βαθιά μες στη δική του σάρκα.
~
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη
𝓜𝓅𝒶𝓂𝓅𝒾𝓈 𝓚𝒾𝓇𝒾𝒶𝓀𝒾𝒹𝒾𝓈