Ι
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...
ΙΙ
Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και να μάθουν τι απόγινε η όμορφη ηρωίδα;
Που ανταλλάσσουν καρτ-ποστάλ -''ιδίως τοπία και άνθη''-
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' ένα άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;
Που γράφουν καλλιγραφικά -και μ' ανορθογραφίες-
''σκέψεις'' μες σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: ''Ανέραστος Ψυχή'' ή ''Θλιβερά Καρδία'';
ΙΙΙ
Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της 'Εμμας Μποβαρύ αδερφές -και πάντα καρτεράνε
το Νέο το ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...
Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό
βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;
Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τι περιμένει;
Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δε φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει
σβηστό το φως και -αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;
Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
-στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά-
οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...
ΙΙ
Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και να μάθουν τι απόγινε η όμορφη ηρωίδα;
Που ανταλλάσσουν καρτ-ποστάλ -''ιδίως τοπία και άνθη''-
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' ένα άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;
Που γράφουν καλλιγραφικά -και μ' ανορθογραφίες-
''σκέψεις'' μες σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: ''Ανέραστος Ψυχή'' ή ''Θλιβερά Καρδία'';
ΙΙΙ
Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της 'Εμμας Μποβαρύ αδερφές -και πάντα καρτεράνε
το Νέο το ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...
Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό
βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;
Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τι περιμένει;
Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δε φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει
σβηστό το φως και -αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;
Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
-στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά-
οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
~
''Οι νέες των επαρχιών'',
Ποιήματα, εκλογή - επιμέλεια - εισαγωγή Αλόη Σιδέρη,
Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993
Ποιήματα, εκλογή - επιμέλεια - εισαγωγή Αλόη Σιδέρη,
Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993
Ο Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953), πραγματικό
όνομα Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, όπως το άλλαξε ο ίδιος, ήταν Έλληνας
ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος
και δημοσιογράφος. Στο έργο του φαίνεται να επηρεάζεται από τον Γάλλο
ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ.
Κυριαρχούν οι συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ
από τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη και διάχυτη μελαγχολία,
νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας και πίκρας καθώς και
μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Τα έργα του Ουράνη τον εντάσσουν στο κλίμα της
γενιάς του μεσοπολέμου. [Βιογραφία]