Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ την μάχη των εισβολών
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων
πηγή
πηγή
Η Ελένη Βακαλό (Κωνσταντινούπολη, 1921 - Αθήνα, 2001) ήταν ποιήτρια,
κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης. Το 1944 παντρεύτηκε τον
ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή.
Παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόννη με ειδίκευση στην ιστορία της
τέχνης. Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα "Τα Νέα", το
διάστημα 1952-1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας)
καθώς και στο περιοδικό "Ζυγός" (1955-1967). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της
"Σχολής Βακαλό" την περίοδο 1957-58. Έως το 1990 δίδασκε ιστορία της
τέχνης και στοιχεία οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας
μέλος της διεύθυνσης έως το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος
του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης μετά το 1994. Συνεργάστηκε με άρθρα
και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά. Στον χώρο της λογοτεχνίας
εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιοδικό "Νέα Γράμματα". Μέχρι
το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία ποίησης και δύο
συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995). Ως ποιήτρια, η Ελένη Βακαλό
ανήκει, σύμφωνα με τους κριτικούς, στην πρώτη μεταπολεμική γενιά
μεταϋπερρεαλιστών ποιητών, μαζί με τους ομοτέχνους της Μίλτο Σαχτούρη,
Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Τάκη Σινόπουλο, Έκτορα Kακναβάτο,
Τάκη Bαρβιτσιώτη, Αριστοτέλη Nικολαΐδη και Ν. Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό
της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους, από το 1944 έως το 1997,
αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, αρθρωμένο μέσα από τις
επιμέρους συνθέσεις του. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή "Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας".
Τιμήθηκε, επίσης, με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1997 ενώ το 1998
της απονεμήθηκε ο τίτλος της επιτίμου διδάκτορος του τμήματος
Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Το 2000 της απονεμήθηκε ο τίτλος της
επιτίμου διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby. [Βιογραφία]