Σήμερα ξεφύλλισα τον εαυτό μου
ξεσκόνισα τις σελίδες του.
Είχαν κιτρινίσει από τον χρόνο
σαν τα παλιά χαρτιά του τζακιού μας.
Βρήκα την καρδιά μου με την μαθητική ποδιά του 44.
Τότε μόλις συλλάβιζε την αγάπη.
Βρήκα τις φλέβες μου απλωμένα αρδευτικά κανάλια.
ξεσκόνισα τις σελίδες του.
Είχαν κιτρινίσει από τον χρόνο
σαν τα παλιά χαρτιά του τζακιού μας.
Βρήκα την καρδιά μου με την μαθητική ποδιά του 44.
Τότε μόλις συλλάβιζε την αγάπη.
Βρήκα τις φλέβες μου απλωμένα αρδευτικά κανάλια.
λερωμένα μονάχα από τις λάσπες των παιχνιδιών,
γύρω από την μέση του κόσμου.
Βρήκα τα’ όνειρα τα παιδικά με τα πλατιά φτερά
φτερούγες κλώσσας,
στέγαζαν της γης τους καταφρονεμένους,
βρήκα το αίμα μου κομμένο,
χωρίς την σπιρτάδα της νιότης.
Βρήκα ένα κούτσουρο
που καμιά άνοιξη δεν το βλασταίνει.
Ο Αργύρης Μπαρής γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Παλαιόκαστρο Χαλκιδικής και
εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στη Θεσσαλονίκη όπου και ζούσε πάνω από 60
χρόνια. Στα χρόνια της κατοχής, παιδί ακόμα, πήρε μέρος στην Εθνική
Αντίσταση ως σύνδεσμος και διακινητής διαφωτιστικού υλικού. Μετά την
απελευθέρωση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αιχμαλωτίσθηκε,
βασανίσθηκε και με το νόμο 509 καταδικάσθηκε σε θάνατο παμψηφεί. Στο
Επταπύργιο, που φυλακίστηκε περιμένοντας την εκτέλεση γνώρισε τον Μανόλη
Αναγνωστάκη. Τότε ήταν που ο Μπαρής άρχισε να γράφει τα πρώτα ποιήματα
του. Το 1976 εξέδωσε τις «Μνήμες», το 1980 τις «Ρίζες», το 1985 το
«Μπροστά στον καθρέπτη», το 2004 τις «Βεβαιότητες στους δρόμους» και το
2007 το «Οράματα στους Δρόμους». Πέθανε στις 9-1-2008.