Νύχτα, φεγγάρι,
και συ μπροστά μου
ζωντανεμένος,
νεκρέ Έρωτά μου!
Κάτι μου δείχνει
το θείο σου χέρι,
πότε το κύμα
πότ' ένα αστέρι.
Σου λέω: "Καλέ μου
άργησες τόσο!
Τί θα μπορέσω
πια να σου δώσω";
Μου λες: "Το φως μου
θα σε φωτίζει
κι η άυλη ζωή μου
θα σε στολίζει"!
Και περπατούμε
και το φεγγάρι
μας στεφανώνει
ουράνια χάρη!
Ξάφνου σε χάνω.
Κι αντικρινά μου
το ξέρο δέντρο
για συντροφιά μου!
και συ μπροστά μου
ζωντανεμένος,
νεκρέ Έρωτά μου!
Κάτι μου δείχνει
το θείο σου χέρι,
πότε το κύμα
πότ' ένα αστέρι.
Σου λέω: "Καλέ μου
άργησες τόσο!
Τί θα μπορέσω
πια να σου δώσω";
Μου λες: "Το φως μου
θα σε φωτίζει
κι η άυλη ζωή μου
θα σε στολίζει"!
Και περπατούμε
και το φεγγάρι
μας στεφανώνει
ουράνια χάρη!
Ξάφνου σε χάνω.
Κι αντικρινά μου
το ξέρο δέντρο
για συντροφιά μου!
Η Θεώνη Δρακοπούλου (Κωνσταντινούπολη, 1885 - Αθήνα, 1968) ήταν ηθοποιός
και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Η ποίηση ήταν
διέξοδος στον ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της Θεώνης
Δρακοπούλου. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο
χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας
κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και
το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, έγραφε,
απελπισμένη, για τον έρωτα αλλά και γεμάτη αγάπη για τη φύση, ποιήματα
τα οποία διέτρεχαν το πάθος και η ειλικρίνεια. Καθοριστική για την
ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η
27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. [Βιογραφία]