Ήτανε λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αι.. Οι εικόνες του εστιάζονται στη δυσκολία της κοινωνίας σε μιαν εποχή δυσπιστίας, μοναξιάς και βαθειάς ανησυχίας -θέματα που τονε τοποθετούνε σα ποιητή μεταξύ παραδοσιακής και νεότερης ποίησης. Τα 2 διασημότερα έργα του είναι: Σονέττα Στον Ορφέα κι Ελεγείες Του Ντουίνο. Έγραψε επίσης πιότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, που τ' αφιέρωσε στη πατρίδα επιλογής του: το καντόνι Βαλέ (Valais) στην Ελβετία, όπου τελικά και πέθανε. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Karl William Johann Josef Maria Rilke) γεννήθηκε στη Πράγα, στις 4 Δεκέμβρη 1875, γιος του Τζόζεφ (1838)
και της Σοφί Ρίλκε (1851), επωνομαζόμενος Ρενέ.
και της Σοφί Ρίλκε (1851), επωνομαζόμενος Ρενέ.
Το 1884 χωρίσαν οι γονείς του κι ο μικρός Ρενέ, έμεινε με τη μητέρα. Παρακολουθεί μέση εκπαίδευση σε κάποιο στρατιωτικό γυμνάσιο και το 1891 μπαίνει στην Εμπορική Σχολή του Λιντς. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Το 1894 πρωτοεμφανίζεται στο προσκήνιο με τη πρώτη του συλλογή "Life & Songs". Την επόμενη χρονιά ολοκληρώνει τις σπουδές του και γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Πράγας για να σπουδάσει Ιστορία Τέχνης, Ιστορία Λογοτεχνίας & Φιλοσοφία. Είναι μόλις 20 ετών. Εκδίδει τη 2η ποιητική του συλλογή "Larenopfer".
Το 1896 εγκαταλείπει τη Πράγα και πηγαίνει να σπουδάσει στο Μόναχο, Αισθητική, Ιστορία Τέχνης & Δαρβινική Θεωρία. Κάνει μερικά ταξίδια στο μεταξύ και τον Απρίλη συναντά στο Μόναχο τη Λου Σαλομέ-Αντρέας. Ήταν μάλλον ο πιο σημαντικός άντρας στη ζωή της, παρόλο που 'χανε 14 χρόνια διαφορά: αυτή 36 κι αυτός 22. Την ακολούθησε στο Βερολίνο τον Οκτώβρη του ίδιου έτους και για πολλούς μήνες φιλοξενήθηκε στην όμορφη βίλα του καθηγητή Αντρέας, στην εξοχή. Βοηθούσε τη Λου να σχίζει ξύλα και να πλένει τα πιάτα. Κάνανε πολλούς περιπάτους στο δάσος κι όπως διηγείται η ίδια: "...τα μικρά ελάφια μυρίζανε τις τσέπες των παλτών μας καθώς περπατούσαμε ξυπόλητοι..." Κατά τη γνώμη της, εκείνος ήταν ο πιο ολοκληρωμένος έρωτας που 'χε ποτέ. Είναι επίσης δυνατόν, (αφορά σε κείνο που λέγαμε πιο πάνω) να 'ταν εκείνος ο πρώτος άντρας της σαρκικής ζωής της. Εντωμεταξύ παρουσιάζει άλλη μια ποιητική του συλλογή.
Ταξιδεύει μόνος τις χρονιές 1898-9, σταματά τις σπουδές του και παράλληλα γράφει ζώντας σ' ένα όνειρο.
Η Λου στα 36 |
3 χρόνια περίπου κράτησε η σχέση τους αυτή, με πάθος κι έρωτα, μα όταν εκείνος άρχισε να γίνεται όλο και πιο εξαρτημένος απ' αυτή, ξύπνησε ξανά μέσα της η ανάγκη για ανεξαρτησία. Διακόπτει τη σχέση τους το Φλεβάρη του 1901.
Ο ποιητής συντετριμμένος της αφιερώνει ένα στίχο:
Σαν έτοιμος στέργω κοντά σου
κι ήρεμα χαμογελώ που σφάλλεις.
όταν θα μείνεις μοναχιά σου.
Θε να ξαναγυρέψεις πάλι...
των χεριών μου την αγκάλη...
Στη Λου μου Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Στις 28 Απρίλη του ίδιου έτους, προφανώς γι' αντίδραση, παντρεύεται τη γλύπτρια Κλάρα Γουέστχοφ (Clara Westhoff, 1878-1954), φίλη της Πόλα Μόντερστον Μπέκερ, στη Βρέμη κι εγκαθίστανται κει. Στις 12 Δεκέμβρη έρχεται στον κόσμο η κόρη τους Ρουθ (1901-1972). Μην αντέχοντας όμως και πολύ αυτή την ...εκδίκηση, -προφανώς- ο Ρίλκε χωρίζει, αφήνει την 9μηνη κόρη του στη μάνα της και μετακομίζει στο Παρίσι. Συνεχίζει να ταξιδεύει συνεχώς και να γράφει ποιήματα.
Το 1906 χάνει τον πατέρα του και πηγαίνει στη Πράγα για τη κηδεία.
Γνωρίζει τη Φερστίν Μαρί, το 1909, συνάπτει σχέση και ταξιδεύουν μαζί. Το 1912, συνεχίζοντας να γράφει και να ταξιδεύει, συναντά την Ελεονόρα Ντιούς, στη Βενετία και μένει κάμποσο μαζί της.
Και πάλι γράψιμο και πάλι ταξίδια και το 1920 συναντά στη Γενεύη τη Βαλεντίνε Κοσλόφσκα.
Το 1922, τη πιο παραγωγική του χρονιά, ολοκληρώνει τις "Ελεγείες Του Δούναβη", ένα από τα κοσμήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά παντρεύεται η κόρη του Ρουθ, τον Δρα Καρλ Σιέγκερ.
Την ίδια χρονιά μπαίνει για πρώτη φορά σε σανατόριο, στη Γενεύη και μένει λίγους μήνες για θεραπεία. Γράφει τα "Γράμματα Σ' Ένα Νέο Ποιητή". Παρ όλη τη κλονισμένη του υγεία, συνεχίζει και να γράφει και να ταξιδεύει. Ίσως δεν υπάρχει άλλος που να ταξίδεψε πιότερο σε τούτο τον κόσμο. Λες και πάσχιζε να ξεφύγει από κάτι ή να προσπαθούσε να συναντήσει κάτι.
Το 1926 μπαίνει για δεύτερη φορά σε σανατόριο. Η αρρώστια είναι λευχαιμία και διαγιγνώσκεται μόλις τότε. Βγαίνει και ταξιδεύει ξανά, μα το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς επιστρέφει, πολύ χειρότερα.
Μες στο σανατόριο, στις 13 Δεκέμβρη 1926, γράφει μιαν επιστολή προς την αγαπημένη του Λου και κλείνοντας το, τη προσφωνεί στα ρώσικα, "Αντίο γλυκειά μου αγάπη".
Λίγο πριν πεθάνει φέρεται να είπε: "Ρωτήστε τη Λου τί πρόβλημα έχω. Είναι το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που μπορεί να ξέρει καλλτερα από τον καθένα". Έπασχε από έλκη στο στόμα, ο πόνος του τρυπούσε το στομάχι και τα έντερα και το πάλευε πλέον με πολύ χαμηλό ηθικό.
Το πρωί στις 29 Δεκέμβρη ξεψυχά με ολάνοιχτα μάτια, σ' ηλικία 51 ετών, στα χέρια του θεράποντος ιατρού του, στο σανατόριο του Βαλμόν.
Στις 2 Γενάρη 1927 θάβεται στο κοιμητήρι Ραρόν της Ελβετίας. Λέγεται μάλιστα πως τριγύρω στο κρεββάτι του υπήρχανε σωροί κόκκινων ρόδων.
Το 1906 χάνει τον πατέρα του και πηγαίνει στη Πράγα για τη κηδεία.
Γνωρίζει τη Φερστίν Μαρί, το 1909, συνάπτει σχέση και ταξιδεύουν μαζί. Το 1912, συνεχίζοντας να γράφει και να ταξιδεύει, συναντά την Ελεονόρα Ντιούς, στη Βενετία και μένει κάμποσο μαζί της.
Και πάλι γράψιμο και πάλι ταξίδια και το 1920 συναντά στη Γενεύη τη Βαλεντίνε Κοσλόφσκα.
Το 1922, τη πιο παραγωγική του χρονιά, ολοκληρώνει τις "Ελεγείες Του Δούναβη", ένα από τα κοσμήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά παντρεύεται η κόρη του Ρουθ, τον Δρα Καρλ Σιέγκερ.
Την ίδια χρονιά μπαίνει για πρώτη φορά σε σανατόριο, στη Γενεύη και μένει λίγους μήνες για θεραπεία. Γράφει τα "Γράμματα Σ' Ένα Νέο Ποιητή". Παρ όλη τη κλονισμένη του υγεία, συνεχίζει και να γράφει και να ταξιδεύει. Ίσως δεν υπάρχει άλλος που να ταξίδεψε πιότερο σε τούτο τον κόσμο. Λες και πάσχιζε να ξεφύγει από κάτι ή να προσπαθούσε να συναντήσει κάτι.
Το 1926 μπαίνει για δεύτερη φορά σε σανατόριο. Η αρρώστια είναι λευχαιμία και διαγιγνώσκεται μόλις τότε. Βγαίνει και ταξιδεύει ξανά, μα το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς επιστρέφει, πολύ χειρότερα.
Μες στο σανατόριο, στις 13 Δεκέμβρη 1926, γράφει μιαν επιστολή προς την αγαπημένη του Λου και κλείνοντας το, τη προσφωνεί στα ρώσικα, "Αντίο γλυκειά μου αγάπη".
Λίγο πριν πεθάνει φέρεται να είπε: "Ρωτήστε τη Λου τί πρόβλημα έχω. Είναι το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που μπορεί να ξέρει καλλτερα από τον καθένα". Έπασχε από έλκη στο στόμα, ο πόνος του τρυπούσε το στομάχι και τα έντερα και το πάλευε πλέον με πολύ χαμηλό ηθικό.
Το πρωί στις 29 Δεκέμβρη ξεψυχά με ολάνοιχτα μάτια, σ' ηλικία 51 ετών, στα χέρια του θεράποντος ιατρού του, στο σανατόριο του Βαλμόν.
Στις 2 Γενάρη 1927 θάβεται στο κοιμητήρι Ραρόν της Ελβετίας. Λέγεται μάλιστα πως τριγύρω στο κρεββάτι του υπήρχανε σωροί κόκκινων ρόδων.
Ένας μύθος επιπλέον που αναπτύχθηκε γύρω από το θάνατό του και τα τριαντάφυλλα, μας λέει το εξής: Για να τιμήσει μιαν επιισκέπτρια, την Αιγυπτία καλλονή Nimet Eloui Bey, πήγε στον κήπο του να της μαζέψει μερικά τριαντάφυλλα. Τρυπήθηκε στο χέρι από ένα αγκάθι, το χέρι ολάκερο πρήστηκε κι επηρεάστηκε και το άλλο, κι έτσι πέθανε. Δηλαδή ο μύθος λέει πως πέθανε από τέτανο, καθώς πασίγνωστων, ότι τα αναερόβια μικρόβια του τετάνου συχνά φωλιάζουνε στ' αγκάθια των λουλουδιών.
Όπως και να 'χει, στο μνήμα του αναγράφεται το επίγραμμα του:
Ρόδο, ω καθαρή αντίφαση,
τί ηδονή, του καθενός ο ύπνος να 'ναι,
κάτω από τόσα βλέφαρα.
Το αμφίσημο σύμβολο του ρόδου με το πλήθος των "βλεφάρων" του, δηλαδή των πετάλων του, παραπέμπει αρχικά στον ύπνο, την ανάπαυση και τη λύτρωση που παρέχει ο θάνατος. Συγχρόνως όμως αισθητοποιεί τη δύναμη της ζωής, αφού η χαρά, η "ηδονή" που προκαλεί η ομορφιά του διώχνει κάθε σκέψη ύπνου και παραίτησης. Γι' αυτό ο ποιητής το αποκαλεί "καθαρή αντίφαση". πηγή
~
~
~
~
~
~