Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop), «Στην αίθουσα αναμονής»

Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,
πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο
για να ‘ναι συνεπής
στου οδοντίατρού της το ραντεβού
και κάθησα και την περίμενα
στου οδοντίατρου την αίθουσα αναμονής.
Ητανε χειμώνας. Νύχτωνε
νωρίς. Η αίθουσα αναμονής
ήτανε γεμάτη ενήλικες,
χειμωνιάτικα και πανωφόρια,
λάμπες και περιοδικά.
Η θεία μου ήταν μέσα
καθώς φαίνεται ώρα πολλή
κι όσο περίμενα διάβασα
το National Geographic
(μπορούσα να διαβάσω) και προσεχτικά
μελετούσα τις φωτογραφίες:
το μέσα του ηφαιστείου,
μαύρο και γεμάτο στάχτες.
Μετά σκορπούσε ολόγυρα
σε ρυάκια φωτιάς.
Η Οζα κι ο Μάρτιν Τζόνσον
με παντελόνια ιππασίας,
μπότες με κορδόνια και κάσκες για τον ήλιο.
Ενας νεκρός άντρας κρεμόταν από ‘να κοντάρι
«Φρέσκια σάρκα» έλεγε η λεζάντα.
Μωρά μ’ αιχμηρά κεφάλια
τυλιγμένα ολόγυρα με σπάγκο.
Μαύρες, γυμνές γυναίκες με λαιμούς
τυλιγμένους ολόγυρα με σύρμα
σαν τους λαιμούς φωτιστικών γλόμπων.
Τα στήθη τους ήτανε τρομακτικά.
Το ξεφύλλισα εντελώς αφηρημένα.
Ντρεπόμουν τόσο να το παρατήσω.
Κι έπειτα κοίταξα στο εξώφυλλο:
τα κίτρινα περιθώρια, η ημερομηνία.
Αιφνίδια, από μέσα,
ήρθε ένα ωχ! πόνου
-η φωνή της θείας Κονσουέλο-
όχι πολύ δυνατό ή διαρκές.
Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου.
Ακόμα και τότε το ήξερα πως ήταν
μια απερίσκεπτη, δειλή γυναίκα.
Θα έπρεπε να ‘χω ντροπιαστεί
μα όχι. Αυτό που με ξάφνιασε εντελώς
ήταν πως ήμουν εγώ:
η φωνή μου, μες στο στόμα μου.
Χωρίς καν να το σκεφτώ
ήμουν η απερίσκεπτη θεία μου,
εγώ – εμείς – πέφταμε, πέφταμε,
τα μάτια μας προσηλωμένα στο εξώφυλλο
του National Geographic,
Φεβρουάριος, 1918.
Είπα στον εαυτό μου: τρεις μέρες
και θα γίνεις επτά χρονών.
Το είπα για να σταματήσω
την αίσθηση του να πέφτω απ’
τον στρογγυλό, περιστρεφόμενο κόσμο,
στο κρύο, σκοτεινό μπλε διάστημα.
Μα αισθάνθηκα: είσαι ένα εγώ
είσαι μια Ελίζαμπεθ
είσαι ένας απ’ αυτούς.
Γιατί θα πρέπει να είσαι ένας, ακόμα;
Σχεδόν το τόλμησα να κοιτάξω
να δω τι ήταν αυτό που ήμουν.
Εριξα μια φευγαλέα ματιά
-δεν μπορούσα να κοιτάξω ψηλότερα-
στα σκιασμένα γκρι γόνατα,
παντελόνια και φούστες και μπότες
και διαφορετικά ζευγάρια χεριών
που αναπαύονταν κάτω από τις λάμπες.
Ηξερα πως τίποτα πιο παράξενο
ποτέ δεν είχε συμβεί, πως τίποτα
πιο παράξενο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί.

Γιατί έπρεπε να είμαι η θεία μου,
ή εγώ, ή οποιοσδήποτε;
Τι παρόμοιο –
μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας
που ένιωσα στον λαιμό μου, ή ακόμα
το National Geographic
κι εκείνα τα φρικτά κρεμασμένα στήθη –
μας κρατάνε όλους μαζί
ή μας κάνουν όλους εμάς μόνο έναν;
Πώς – δεν ξέρω κάποια
λέξη γι’ αυτό – πόσο «απίθανο»…
Πώς έγινε να βρεθώ εδώ,
σαν αυτούς, και να κρυφακούω
μια κραυγή πόνου που θα μπορούσε
να δυναμώσει και να χειροτερέψει
μα δεν μπόρεσε;

Η αίθουσα αναμονής ήτανε ολοφώτεινη
και τόσο ζεστή. Ητανε βαλμένη
κάτω από ένα μεγάλο μαύρο κύμα,
άλλο, κι άλλο.

Τότε ήμουν πίσω μέσα σ’ αυτήν.
Ο Πόλεμος άναβε. Εξω,
στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης
ήτανε νύχτα και βρόμικο χιόνι και κρύο,
και ήτανε ακόμα η Πέμπτη

Φεβρουαρίου, 1918.
~
 μετάφραση: Γιώργος Παναγιωτίδης

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης