Τη δίψα μου για να χορτάσω τη πνευματική
στη μαύρη έρημο πλανιόμουν. Εκεί,
στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
εξάφτερο ένα σεραφείμ βλέπω να σταματά.
Λες όνειρο ήταν -απαλά
μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του,
σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
καθώς από τα μάτια τα δικά του
μια όραση επήρανε προφητική.
στη μαύρη έρημο πλανιόμουν. Εκεί,
στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
εξάφτερο ένα σεραφείμ βλέπω να σταματά.
Λες όνειρο ήταν -απαλά
μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του,
σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
καθώς από τα μάτια τα δικά του
μια όραση επήρανε προφητική.
Μετά τ` αυτιά μου αγγίζει. Η ακοή
γιομίζει αμέσως φωνές και ήχους
σαν να σημαίνανε καμπάνες. Το ρίγος
ένιωσα με μιας του ουρανού.
Σε βουνά πάνω αγγέλους βλέπω να πετάνε,
ενώ στα βάθη μέσα του ωκεανού
της θάλασσας τα τέρατα έρχονται και πάνε.
Και πέρα οι κάμποι με τ` αμπέλια μαραμένοι.
Τα χείλη μου έπειτα αγγίζει κι από μέσα
τη γλώσσα μου, την κολασμένη
από τα κούφια κι επηρμένα λόγια μου,
τραβάει και ξεριζώνει.
Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, μα εκεί
η δεξιά του, στο αίμα όλη,
φυτεύει του φιδιού το πάνσοφο κεντρί.
Το θώρακά μου με τη ρομφαία του χτυπάει
και τον ανοίγει, την καρδιά
που ακόμα σπαρταράει
τραβάει έξω και τ` αναμμένο κάρβουνο
το μπήγει μες το στήθος μου το ανοιγμένο.
Στην άμμο της ερήμου, κορμί δίχως πνοή,
ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
«Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει»
~
απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος