Aπόψε, η γη σου είν' όμορφη -Θε μου- όλη πέρα ώς πέρα:
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
~
(από το Mια Xώρα πάντα Σιωπηλή, Eρμής 1999)
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
~
(από το Mια Xώρα πάντα Σιωπηλή, Eρμής 1999)
Ο Λάμπρος Πορφύρας, (Καρδάμυλα Χίου, 1879 - Πειραιάς, 1932), ψευδώνυμο
του Δημητρίου Συψώμου, ήταν λυρικός ποιητής. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα
γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε
με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος
μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους
και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν
θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και
στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική
φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το
συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του
είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από
πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της
έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του
μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. [Βιογραφία]