Ἄσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.
Τὰ μουλάρια στὸν ἀνήφορο τῆς πέτρας,
καὶ τὰ γαϊδουράκια μὲς στ᾿ ἀγκάθια,
ψάθες καὶ μαχαίρια καὶ καλάθια μὲς στ᾿ ἀμπέλια
γέλια.
Δάχτυλα καὶ γόνατα,
στήθια καὶ σαγόνια
μὲς στὸ μοῦστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιὲς κι ἱδρώτας,
στὶς κατηφοριὲς
τὸ χρυσὸ κακάρισμα τῆς κότας.
Κι ὅπως γαλανίζει τὸ βραδάκι,
τὸ μαβί, τὸ βιολετί,
νὰ κι ἡ Παναγιὰ στὴ δημοσιά,
πλάι στὰ κάρα, στὰ κουδούνια, στὰ σταμνιὰ
καὶ στὰ κλαδωτὰ μαντίλια,
νά τη ἡ Παναγιὰ
νὰ κρατάει στὴν ἀσημένια της ποδιὰ
πέντε ὀκάδες κόκκινα σταφύλια.