Τα γερατειά ( όπως τ' αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και να' ναι η εποχή της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να'ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε θολερές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
Το Μπουένος Άιρες
που παλιά μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές
προς τη μεριά του απέραντου κάμπου,
έγινε πάλι το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,
τα δρομάκια της παλιάς πόλης
και τα ετοιμόρροπα παλιά σπίτια
μια περιοχή που ακόμα λέμε Νότο.
Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα` ο Δημόκριτος
ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του προκειμένου να σκέφτεται`
ο χρόνος ήταν ο δικός μου Δημόκριτος.
Αυτό το μισοσκόταδο προχωράει αργόσυρτο, χωρίς να πληγώνει`
κυλάει πάνω σε μια έρημη πλαγιά
και μοιάζει σα να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα έπρεπε να με τρομάζουν
όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, σαν της επιστροφής.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
έχω διαβάσει ελάχιστα
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα ξαναδιαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ' το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ' οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και νύχτες,
λήθαργοι κι όνειρα,
η καθεμιά στιγμή του χτες,
του κάθε χτες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των νεκρών,
ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση , τα λόγια,
ο Έμερσον και το χιόνι, τόσα και τόσα...
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.
μπορεί και να' ναι η εποχή της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να'ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε θολερές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
Το Μπουένος Άιρες
που παλιά μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές
προς τη μεριά του απέραντου κάμπου,
έγινε πάλι το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,
τα δρομάκια της παλιάς πόλης
και τα ετοιμόρροπα παλιά σπίτια
μια περιοχή που ακόμα λέμε Νότο.
Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα` ο Δημόκριτος
ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του προκειμένου να σκέφτεται`
ο χρόνος ήταν ο δικός μου Δημόκριτος.
Αυτό το μισοσκόταδο προχωράει αργόσυρτο, χωρίς να πληγώνει`
κυλάει πάνω σε μια έρημη πλαγιά
και μοιάζει σα να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα έπρεπε να με τρομάζουν
όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, σαν της επιστροφής.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
έχω διαβάσει ελάχιστα
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα ξαναδιαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ' το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ' οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και νύχτες,
λήθαργοι κι όνειρα,
η καθεμιά στιγμή του χτες,
του κάθε χτες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των νεκρών,
ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση , τα λόγια,
ο Έμερσον και το χιόνι, τόσα και τόσα...
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.
~
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα.
Εισαγωγή- ανθολόγηση - μετάφραση- σημειώσεις Δημήτρης Καλοκύρης,
Πατάκης 2014
Εισαγωγή- ανθολόγηση - μετάφραση- σημειώσεις Δημήτρης Καλοκύρης,
Πατάκης 2014