Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μέγας Ανατολικός» (Υπόθεση-απόσπασμα)

Λίγα λόγια για το έργο
Ο Μέγας Ανατολικός ήταν το έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου και πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος έγραφε το έργο για 25 περίπου χρόνια και το κρατούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, χωρίζεται σε 5 μέρη και
εκδόθηκε σε 5 τόμους.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για τον Μεγάλο Ανατολικό ότι η απώτερη αξία του δεν βρίσκεται στα γραφόμενα αλλά " βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του ποιητή που διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και στις πράξεις των πλέον διαφορετικών τύπων του έργο, πρωταγωνιστών ή κομπάρσων, και αναεκπέμπεται αδιάκοπα στον αναγνώστη, σαν ένα είδος ευλογίας [...] Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη".


Υπόθεση και σχόλιο
Ο Συγγραφέας μας διηγείται το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεάνιου "Ο Μέγας Ανατολικός" από την Αγγλία, στην Αμερική, τον Μάιο του 1867. Στο πλοίο υπάρχουν επιβάτες από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από αρκετές χώρες και όλοι μα όλοι βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη ερωτική νιρβάνα... Το καράβι είναι μια ερωτική Κιβωτός στην οποία κάθε σεξουαλική φαντασίωση μπορεί να γίνει πραγματικότητα και βέβαια τα ταμπού, η προκαταλήψεις και οι ενοχές δεν έχουν καμια θέση σε αυτό το μεγάλο ταξίδι.

Το πρώτο βιβλίο χωρίζεται σε 12 μικρά κεφάλαια τα οποία μας τοποθετούν στην μέση του Ατλαντικού αλλά και του Ερωτικού ωκεανού του Εμπειρίκου. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι γλαφυρότατη, ευφυέστατη και πάρα μα πάρα πολύ ελευθεριάζουσα..

Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο ο Εμπειρίκος μας οδηγεί μέσα στα ερωτικά και σεξουαλικά μονοπάτια του Μεγάλου Ανατολικού. Ένας ναύτης στην προκυμαία, και μια μέρα πριν τον απόπλου, ακολουθεί μια μικρή κοπέλα με την παιδαγωγό της και προσπαθεί, εν αγνοία της παιδαγωγού, να "ακουμπήσει' σεξουαλικά την "μικρήν παιδίσκη" . Το όλο σκηνικό παρακολουθούν και σχολιάζουν 2 επιβάτες του Μεγάλου Ανατολικού. Ο ποιητής προσπαθεί να μας πει πως η σεξουαλική ευχαρίστηση και η ηδονή δεν είναι κάτι αφύσικο ούτε ανώμαλο και βέβαια δεν μπορεί η σεξουαλικότητα να κάνει κοινωνικές ή φυλετικές διακρίσεις. Η ψεύτικη και εύθραυστη ηθική παρουσιάζεται μέσα από την παιδαγωγό που αρνείται να δει την ομορφιά της φύσης κρύβοντας τις δικές τις ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις...

Ας γνωρίζουμε όλοι πως ο ορισμός του φυσικού και μη φυσικού δεν είναι εφικτός, διότι η φύση δεν ακολουθεί νόμους παρά μόνο κατευθύνσεις!!

Χαρακτήρες παρελαύνουν συνεχώς στα υπόλοιπα κεφάλαια και επιδίδονται σε κάθε είδους σεξουαλική πράξη και ηδονή. Και ο Εμπειρίκος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια, σχεδόν με εμμονικό τρόπο τα γεγονότα. Η περιγραφή γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και ο Εμπειρίκος επισκοπεί από την θέση του παντογνώστη συγγραφέα την πορεία των ηρώων του, τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις και πράξεις, και βέβαια είναι πάντα εκεί να τους καθοδηγεί και να τους οργανώνει μέσα σε αυτό το ερωτικό ταξίδι...

Ανάμεσα στους επιβάτες και ένας Έλληνας. Ο Ανδρέας Σπέρχης ή αλλιώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που εμφανίζεται αραιά μέσα στο βιβλίο. Δημιουργείται λοιπόν ένα είδος παράβασης στην αφήγηση, αλλά προσωπικά πιστεύω πως ο Εμπειρίκος δεν ήθελε να αφήσει έξω από αυτό το υπερρεαλιστικό και άκρως σεξουαλικό ταξίδι τον εαυτό του.

Ο Ποιητής σχεδόν το φωνάζει μέσα σε όλο το βιβλίο πως η ζωή είναι ο Έρωτας και μάλιστα ο πλήρης Έρωτας με όλα του τα φαινόμενα αλληλένδετα, συνυφασμένα και συγκροτούντα την ολοκληρωτική υπόσταση και μορφή του...

Οι επιβάτες του υπερωκεάνιου είναι πραγματικά ελεύθεροι.... Δεν τους κρατάει τίποτα πίσω. Η ψυχή και το πάθος συμβαδίζουν. Δεν χρειάζεται καμιά δικαιολογία για σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ των.
" Τα γεννητικά όργανα εξεφράζοντο με την ίδια γλώσσα, την γλώσσαν εκείνη, την οικουμενικήν, την σιωπηλήν των υψηλών και ορθίων κορυφών"

Οι περιγραφές των πράξεων και οι παρομοιώσεις του Εμπειρίκου είναι απολαυστικές και παρόλο το μονότονο της, η διήγηση δεν γίνεται ποτέ βαρετή!!

Δεν γίνεται λοιπόν να καταδικάσουμε την ευχαρίστηση και την ηδονή. Είσαι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση μας. Η κοινωνίες φθίνουν και σαπίζουν γιατί τα πρέπει και τα μη έχουν κάνει εισβολή στις ψυχές και στα μυαλά μας. Θεσμοί, νόμοι και ηθικολογίες μας έχουν παραλλάξει στο πέρασμα του χρόνου αν κοιτάξουμε γύρω μας, μάλλον μας οδηγούν σε λάθος κατεύθυνση...

Εν τέλει το βιβλίο δεν είναι για όλους τους αναγνώστες... Άλλους θα τους σοκάρει, άλλους θα τους προσβάλλει και άλλους ίσως τους προκαλέσει και αηδία. Μερικοί ίσως το δουν και σαν πορνογράφημα, αλλά δεν είναι. Και όσοι θέλουν να το δουν έτσι τότε σίγουρα δεν χρειάζεται να το διαβάσουν , αφού πορνογραφικό υλικό υπάρχει άφθονο στο διαδίκτυο.

Γιαυτούς που πραγματικά θέλουν να δοκιμάζουν μια μοναδική αναγνωστική εμπειρία παραθέτω την παράγραφο που περικλείει όλο τον ερωτισμό του πρώτου βιβλίου του Μεγάλου Ανατολικού:

Η ημέρα ήτο ωραία. Ο ήλιος έλαμπε, ο ουρανός ήτο ανέφελος και μια αύρα ελαφρά εθώπευε το πελώριο σκάφος και εδρόσιζε τα πρόσωπα και τα σώματα των αναρίθμητων επιβατών....." πηγή
~
Απόσπασμα

 Τι είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. Διατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τους ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που μετατρέπει τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό που μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;

     Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ' αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ' άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως...
η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;

     Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς.

     Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον;

Ένα μεγάλο χάος ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου;

Ήσαν τα πάντα τυχαία ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν;

Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήθεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ' αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν;

Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός -τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα κι επί της Γης κι εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής -τουτέστιν ένας μεγάλος 'Αρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού;

Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;

Και μήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ' οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο Άρχοντα των Ουρανών και της μικράς μας Γης;

     Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού. Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού!

     Ο ίλιγγος της Υβόννης ήτο στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες ελεύθεροι από κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος εις τους χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της Αλήθειας.

     Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τα ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες.

     Η Υβόννη ανέπνευσε βαθιά την θαλασσίαν αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει να αποστηθίζη μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της.

     Ποιος ήτο ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζευς; Ποια η Αφροδίτη; Τι ήτο ο μέγας επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τι ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τι ήσαν τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τι ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τι ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων...

     Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και, καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα, οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις, τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής κι εν τέλει, άρχων της Γης αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος αδιαχωρίστου θείας;

     Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο -οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ, ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο παντοκράτωρ Άρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ' άπειρον, εσαεί...

     Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης μία άλλη σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε εις τον νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού οργανισμού... Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την ζωήν ως προς τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας, θα ήρχιζε δι΄ αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη -η μόνη ορθή, αληθινή και φυσική. Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν;

     Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον ουρανόν ως εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνέουσα βαθειά την θαλασσίαν αύραν... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαμπαν με αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικά και με τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσο θωπευτικά, τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμμύθιν του θαλασίου αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη κι η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.

(Απόσπασμα από τον Α’ Τόμο, Α’ Μέρος, Κεφάλαιον 6ο) πηγή
~
~
 ~
~
~
 ~
 
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (Μπράιλα της Ρουμανίας, 1901 - Αθήνα 1975) ήταν ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστός στο κίνημα όσο κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί "Περί σουρρεαλισμού" και εκδίδει την "Υψικάμινο", το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο "Μέγας Ανατολικός", το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας. Ο Μέγας Ανατολικός προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. [Βιογραφία] 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης