Αʹ
Τὰ δυό σου μαῦρα μάτια μ’ ἐπλάνεσαν
Ποῦ ἔχουν τόση φωτιά·
Ἡ ἀναλαμπαῖς τους πῶς, ἄχ! πῶς μοῦ ἄρεσαν
Εἰς τῆς ζωῆς μου τὴν κακονυχτιά!
Ἄδολη τὴν καρδιά σου ἐφανταζόμουν,
Ἄδολη καὶ χρυσῆ,
Φίλο παντοτεινὸ σ’ ὠνειρευόμουν,
Ἡ ὠνειρεμμένη ἐλπίδα μου ἤσουν Σύ.
Ἀλλὰ καθὼς ἡ ζάμπα ’ς τὸ χορτάρι
Λουφάζει μουλωχτά,
Ὅμοια καὶ ’ς τοῦ προσώπου σου τὴ χάρι
Ἡ ἀπάτη ἐπαραμόνευε φριχτά.
Γιὰ πάντα μ’ ἐφαρμάκευσες· μιὰ μέρα
Θὲ νὰ σ’ ἐκδικηθῶ!
Ὣς τώρα σ’ ἀγαποῦσα, ὡσὰν μητέρα·
Θά ’λθῃ μέρα ποῦ θὰ σ’ ἀπαρνηθῶ.
ΜΟΝΑΧΟ, 18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1885
Βʹ
Γερνοῦν τὰ χελιδόνια, καὶ τ’ ἀεράκι
Γλυκύτερα φυσᾷ·
Ἀλλὰ μέσα μου βράζει τὸ φαρμάκι
Καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς ἡ μάνητα λυσσᾷ.
Πρωΐ, πρωΐ λαλοῦν τὰ κορυδήλια
Ψηλὰ ’ς τὸν οὐρανό,
Κι’ ἡ Χαραυγὴ μὲ τὰ ῥοδάτα χείλια
Γελούμενη φιλεῖ τὸ πράσινο βουνό.
Καὶ ’ς τὸ δάσο τὰ φύλλα λαχταρίζουν
Σὰν νὰ ἦσαν ζωντανά.
Καὶ τὰ νερὰ τῆς λίμνης λαμπυρίζουν
’Σ τὴν ἀνθηρὴν ὀχθηὰ γελῶντας σιγανά.
Ἄχ! κόσμε, πόσο εἶν’ εὔμορφ’ ἡ θωριά σου!
’Σ αὐτὸν ποῦ σὲ θωρεῖ,
Εἶναι κρυμμένα, κόσμε, τὰ θεριά σου·
Τὰ καπλάνια, ἡ ὀχιαῖς, κι’ οἱ φίλοι οἱ δολεροί!
ΜΟΝΑΧΟ, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1885
Τὰ δυό σου μαῦρα μάτια μ’ ἐπλάνεσαν
Ποῦ ἔχουν τόση φωτιά·
Ἡ ἀναλαμπαῖς τους πῶς, ἄχ! πῶς μοῦ ἄρεσαν
Εἰς τῆς ζωῆς μου τὴν κακονυχτιά!
Ἄδολη τὴν καρδιά σου ἐφανταζόμουν,
Ἄδολη καὶ χρυσῆ,
Φίλο παντοτεινὸ σ’ ὠνειρευόμουν,
Ἡ ὠνειρεμμένη ἐλπίδα μου ἤσουν Σύ.
Ἀλλὰ καθὼς ἡ ζάμπα ’ς τὸ χορτάρι
Λουφάζει μουλωχτά,
Ὅμοια καὶ ’ς τοῦ προσώπου σου τὴ χάρι
Ἡ ἀπάτη ἐπαραμόνευε φριχτά.
Γιὰ πάντα μ’ ἐφαρμάκευσες· μιὰ μέρα
Θὲ νὰ σ’ ἐκδικηθῶ!
Ὣς τώρα σ’ ἀγαποῦσα, ὡσὰν μητέρα·
Θά ’λθῃ μέρα ποῦ θὰ σ’ ἀπαρνηθῶ.
ΜΟΝΑΧΟ, 18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1885
Βʹ
Γερνοῦν τὰ χελιδόνια, καὶ τ’ ἀεράκι
Γλυκύτερα φυσᾷ·
Ἀλλὰ μέσα μου βράζει τὸ φαρμάκι
Καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς ἡ μάνητα λυσσᾷ.
Πρωΐ, πρωΐ λαλοῦν τὰ κορυδήλια
Ψηλὰ ’ς τὸν οὐρανό,
Κι’ ἡ Χαραυγὴ μὲ τὰ ῥοδάτα χείλια
Γελούμενη φιλεῖ τὸ πράσινο βουνό.
Καὶ ’ς τὸ δάσο τὰ φύλλα λαχταρίζουν
Σὰν νὰ ἦσαν ζωντανά.
Καὶ τὰ νερὰ τῆς λίμνης λαμπυρίζουν
’Σ τὴν ἀνθηρὴν ὀχθηὰ γελῶντας σιγανά.
Ἄχ! κόσμε, πόσο εἶν’ εὔμορφ’ ἡ θωριά σου!
’Σ αὐτὸν ποῦ σὲ θωρεῖ,
Εἶναι κρυμμένα, κόσμε, τὰ θεριά σου·
Τὰ καπλάνια, ἡ ὀχιαῖς, κι’ οἱ φίλοι οἱ δολεροί!
ΜΟΝΑΧΟ, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1885
Ο Λορέντζος Μαβίλης (Ιθάκη, 1860 - Ιωάννινα, 1912) ήταν Ελληνοϊσπανός
λυρικός ποιητής, και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Ο Μαβίλης
σκοτώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Θεωρείται ο μεγαλύτερος
σονετογράφος της Ελλάδας. Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την
ποιήτρια Μυρτιώτισσα - κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου, η οποία υπηρέτησε την ερωτική ποίηση και το ποίημά της "Τι άλλο καλέ μου"
(1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Ως φόρο τιμής στο συνολικό έργο
του Μαβίλη η κεντρική πλατεία της γενέτειράς του, Ιθάκης, έχει πάρει το
ονομά του. [Βιογραφία]