Έχουν τρεις εποχές οι αναμνήσεις.
Κι η πρώτη – σαν τη χθεσινή ημέρα.
Η ψυχή κάτω απ’ τον ευλογημένο θόλο τους
και το σώμα στην ευλογία της σκιάς τους.
Ακόμη δεν έσβησε το γέλιο, τα δάκρια ποτάμι,
ένας λεκές από μελάνι στο τραπέζι δεν σκουπίστηκε.
Σαν χαραγμένο στην καρδιά είναι το φιλί,
μοναδικό, αποχαιρετιστήριο, αλησμόνητο…
Κι η πρώτη – σαν τη χθεσινή ημέρα.
Η ψυχή κάτω απ’ τον ευλογημένο θόλο τους
και το σώμα στην ευλογία της σκιάς τους.
Ακόμη δεν έσβησε το γέλιο, τα δάκρια ποτάμι,
ένας λεκές από μελάνι στο τραπέζι δεν σκουπίστηκε.
Σαν χαραγμένο στην καρδιά είναι το φιλί,
μοναδικό, αποχαιρετιστήριο, αλησμόνητο…
Αυτό όμως δεν κρατά πολύ…
Ο θόλος δεν υπάρχει πια, και κάπου
σ’ ένα προάστιο ανιαρό ένα μονάχο σπίτι,
όπου έχει κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι,
όπου έχει αράχνες και στα πάντα επάνω σκόνη,
όπου οι φλογερές επιστολές γίνονται στάχτη
και στα κλεφτά αλλάζουν τα πορτρέτα,
οι άνθρωποι έρχονται εδώ σάμπως σε τάφο,
όταν γυρνούν πλένουν τα χέρια με σαπούνι,
στα γρήγορα σκουπίζουν ένα δάκρυ
στα κουρασμένα βλέφαρά τους – και βογκάνε…
Περνούν οι ώρες όμως, η άνοιξη
ξανάρχεται, κι ο ουρανός ροδίζει,
αλλάζουν όνομα οι πόλεις,
δεν ζούνε πια οι μάρτυρες των γεγονότων,
δεν έχεις με ποιον να κλάψεις, με ποιον να θυμηθείς.
Σιγά σιγά απομακρύνονται οι ίσκιοι,
που άλλο πια εμείς δεν τους καλούμε,
που ο γυρισμός τους θα ’ταν φοβερός για μας.
Κι όταν ξυπνάμε βλέπουμε πως έχουμε λησμονήσει
τον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτό το σπίτι,
κι ενώ η ντροπή και ο θυμός μας πνίγει
τρέχουμε εκεί, μα (όπως γίνεται στον ύπνο)
είναι όλα αλλιώς: άνθρωποι, πράγματα και τοίχοι,
κανείς δεν μας γνωρίζει – είμαστε άλλοι.
Σε λάθος μέρος ήρθαμε… Θεέ μου!
Και έρχεται η πιο πικρή στιγμή: όταν θα δούμε
πως δεν μπορούσαμε να έχουμε κρατήσει
αυτό το παρελθόν μες στη ζωή μας,
κι αυτό σχεδόν μας είναι τόσο ξένο
όσο του γείτονα, στο διπλανό διαμέρισμα,
ούτε όσους έφυγαν να έχουμε γνωρίσει,
και πως εκείνοι που έτυχε κι οι δρόμοι μας χωρίσαν
τα πήγαν μια χαρά δίχως εμάς – και μάλιστα
τόσο το καλύτερο…
1945
~
Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς