Ο βοριάς στην εξοχή
άγρια άγρια σφυρίζει,
κρύα και ψιλή βροχή
τα παράθυρα ραντίζει.
Πού 'ναι τα φαιδρά πουλιά
που λαλούσαν στα κλαδάκια?
Πάνε τ' άνθη στη μηλιά,
στους αγρούς τα λουλουδάκια.
άγρια άγρια σφυρίζει,
κρύα και ψιλή βροχή
τα παράθυρα ραντίζει.
Πού 'ναι τα φαιδρά πουλιά
που λαλούσαν στα κλαδάκια?
Πάνε τ' άνθη στη μηλιά,
στους αγρούς τα λουλουδάκια.
Τα πουλιά τα φτερωτά
επέταξαν σ' άλλη χώρα,
πόχει λουλούδια ανοιχτά
κι έχει καλοκαίρι τώρα.
Τα λουλούδια τ' ανθηρά
έκλεισαν τα γλυκά τους μάτια
και κοιμούνται στη σειρά
στ' άσκεπα της γης κρεβάτια.
Να τα δει, να λυπηθεί
ο Θεός που τάχει πλάσει,
τον Χειμώνα που θα 'ρθεί
και του πει να τα σκεπάσει.
Κι ο Χειμώνας, μιαν αυγή
με τα γένια τα χιονάτα,
θα τα κρύψει με στοργή
μες στην άσπρη του φλοκάτα.
Μην τους βλάψει τα κλωνιά
το φαρμακερό το αγέρι,
μην τα κόψει η παγωνιά,
ως να 'ρθει το καλοκαίρι.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή
Μιχαηλίδης, (Βιζύη, 1849 – Αθήνα, 1896), ήταν πεζογράφος, ποιητής και
λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της
ελληνικής λογοτεχνίας. [Βιογραφία]