Η περίπτωση του Αρθούρου Ρεμπώ είναι ιδιάζουσα στα λογοτεχνικά χρονικά. Δε συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, ένα παιδί είκοσι χρονών για την ακρίβεια, να επηρεάζει με τόσο κρίσιμο τρόπο τη σύγχρονη ποίηση, και μάλιστα έχοντας παραγάγει ένα τόσο μικρό σε έκταση έργο. Ηγέτης του συμβολισμού; Θεμελιωτής του μοντερνισμού; Ποιητής της εξέγερσης; Καταραμένος ποιητής; Δεν έχει καμία σημασία: ο Αρθούρος Ρεμπώ ανήκει στη χορεία των μεγάλων.
Το παρακάτω κείμενο καταγράφει τα γεγονότα της ζωής του, την οποία η σιωπή ορίζει και τέμνει σε δυο μέρη. Το πρώτο αφορά στον επαναστατημένο έφηβο, τον αναρχικό ποιητή, το «βρέφος των Μουσών», και το δεύτερο στον ταξιδευτή, τον «άνθρωπο με τις φτερωτές πατούσες», τον μεθοδικό και φιλόδοξο έμπορο στην Αφρική. «Εγώ είναι ένας άλλος», θα γράψει άλλωστε κι ο ίδιος.
Ο Ιωάννης Νικόλαος Αρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική κωμόπολη της Σαρλεβίλ, κοντά στα βελγικά σύνορα, στις 20 Οκτωβρίου του 1854. Υπήρξε το αποκύημα δυο χαρακτηριστικά αταίριαστων ανθρώπων, του λοχαγού Φρεντερίκ Ρεμπώ και της Βιταλί Κουίφ, κόρης αγροτών. Οι δυο γνωρίστηκαν σε ένα κονσέρτο της ορχήστρας του 47ου Συντάγματος Πεζικού και παντρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς. Οι αρετές που συνόψιζε η είκοσι επτά ετών Βιταλί και τις οποίες εκτίμησε ο τριάντα οχτώ ετών λοχαγός, τουτέστιν η ανεξάντλητη εργατικότητα, το υψηλό αίσθημα της ευθύνης και η έμφυτη κλίση προς την οικονομία, αποδείχθηκαν ανυπόφορα ελαττώματα και έγιναν η θηλιά που έσφιξε το λαιμό του λοχαγού, τόσο ώστε να εγκαταλείψει δια παντός το σπιτικό του, όταν ο Αρθούρος ήταν έξι ετών.
Τα παιδικά χρόνια του Αρθούρου φέρουν την επήρεια της μητρικής απολυταρχίας. Η νοητική στενότητα και ακαμψία της κυρίας Ρεμπώ, ο υπερθετικός εγωισμός και η μισαλλοδοξία της, έδεσαν αρμονικά με το φαρισαϊσμό και τη θρησκευτική σχολαστικότητα. Αποτυχημένη ως σύζυγος, αποφασίζει να αφοσιωθεί στη διαπαιδαγώγηση του Αρθούρου και των τριών αδελφών του. Τα παιδιά διαβιούν σε καθεστώς επιτήρησης, όλα περνούν μέσα από το κόσκινο της Βιταλί, προπαντός οι συναναστροφές τους. Αναγκάζονται μάλιστα να αλλάζουν σχολεία μέχρι να καταλήξουν σε εκείνο που πληροί τα υψηλά κριτήρια επιστημοσύνης και θρησκευτικότητας που η μητέρα Ρεμπώ έχει θέσει.
Στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Αρθούρος θα ανθίσει. Είναι έντεκα χρονών και η εντύπωση που προξενεί στους καθηγητές του είναι μεγάλη. Ένας από αυτούς το προαισθάνεται: «από εξυπνάδα έχει όση θέλετε, αλλά έχει κάτι μάτια κι ένα χαμόγελο που δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα έχει κακό τέλος». Μέχρι να έρθει, λοιπόν, το τέλος ο Αρθούρος αρκείται να σκαρώνει στιχάκια στα λατινικά, να σαρώνει τα πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και να χάνεται για ώρες ατελείωτες στα βιβλιοπωλεία. Το ενδιαφέρον του κεντρίζουν τα ποιήματα του περιοδικού Σύγχρονος Παρνασσός. Λίγο περισσότερο στέκεται σε εκείνα που έχει γράψει κάποιος Πολ Βερλαίν.
Τον Ιανουάριο του 1870 διορίζεται καθηγητής στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Ζώρζ Ιζαμπάρ, ένας άνθρωπος που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ρεμπώ ως μέντορας και πνευματικός καθοδηγητής. Δανείζει στον Αρθούρο βιβλία, μαζί διεξάγουν λογοτεχνικές συζητήσεις, είναι εκείνος που πρώτος θα διαβάσει και θα σχολιάσει τα πρωτόλεια ποιήματα του καλύτερου μαθητή του.
Η συσσωρευμένη καταπίεση γέννησε στην ψυχή του Αρθούρου μια επαναστατική φύση έτοιμη να εκραγεί, μια φύση που αποδύεται στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας. Ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870 ωθεί τον Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ και ο Αρθούρος, μόνος χωρίς το δάσκαλο, αποφασίζει να δραπετεύσει στο Παρίσι. Είναι δεκαέξι χρονών. Καθώς δεν έχει να πληρώσει τα ναύλα συλλαμβάνεται και κρατείται. Ο Ιζαμπάρ πληρώνει το χρέος του Αρθούρου και τον φιλοξενεί στο Ντουέ. Τις ξέγνοιαστες μέρες θα διακόψει η Βιταλί, απαιτώντας την επιστροφή του γιού της στη Σαρλεβίλ.
Η πρώτη μάχη χάθηκε, όχι όμως κι ο πόλεμος. Ο Αρθούρος εξαφανίζεται εκ νέου, πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, για να καταλήξει και πάλι στο σπίτι του Ιζαμπάρ. Ο τελευταίος αρχίζει να δυσανασχετεί με τον παράφορο αυτό νεαρό και οι σχέσεις των δυο διαρρηγνύονται. Τον στέλνει πίσω στη μάνα του. Η επόμενη απόπειρα να ζήσει στο Παρίσι δεν είναι περισσότερο επιτυχημένη: φιλοδοξεί να μπει στο λογοτεχνικό κύκλο των παρνασσιστών, θα βρεθεί ωστόσο να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται στις μαούνες που ήταν αγκυροβολημένες στις όχθες του Σηκουάνα. Ξανά πίσω.
«Μια μέρα, όπως κλαιγόταν για μια ακόμη φορά στον πάτερ Μπρετάνι, αυτός του μίλησε για κάποιο Βερλαίν. Τον γνώριζε καλά αυτό τον ποιητή και ίσως…». Είναι η μέρα που άλλαξε τη μοίρα. Ο Αρθούρος «πετάχτηκε έξω σαν το φυλακισμένο που του ανοίγουν την πόρτα της φυλακής». Αμέσως καθαρόγραψε τους στίχους του και τους έστειλε, μαζί με ένα μακροσκελές γράμμα, στον Βερλαίν.
Η απάντηση είναι λυτρωτική για τον Αρθούρο: τον προσκαλεί στο Παρίσι, τον περιμένει! Το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα, θα γίνει ένας από τους παρνασσιστές. Πρέπει ωστόσο να κάνει καλή εντύπωση, να ετοιμάσει κάτι εξαιρετικό για την πρώτη συνάντηση με τους καινούργιους του συντρόφους, ένα έργο ενδεικτικό του ποιητικού του διαμετρήματος. Συνθέτει το αριστουργηματικό Μεθυσμένο Καράβι, το οποίο γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Ο Αρθούρος δεν είναι ούτε δεκαοχτώ χρόνων.
Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται μια βαθμιαία αποστροφή, απότοκη του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς που ο Αρθούρος, σκόπιμα ή μη, επιδεικνύει. Οι παρνασσιστές κάνουν ό,τι μπορούν, φιλοξενούν εκ περιτροπής τον Ρεμπώ, οργανώνουν εράνους για να καλύψουν τα έξοδά του, όμως το παιδί θαύμα μοιάζει ασυγκίνητο: είναι βαρύς, δύσθυμος, απρόσιτος, επιθετικός. Αχάριστος άνθρωπος. Στο εξής όλοι θα τον αποφεύγουν.
Όλοι εκτός από έναν. Ο Βερλαίν, είκοσι επτά χρονών τότε, παντρεμένος με παιδί, θα ερωτευθεί τον Ρεμπώ. Μαζί επιδίδονται σε κάθε λογής ασωτίες, τριγυρίζοντας στα καφέ και τις μπιραρίες, και πίνοντας χασίς και αψέντι. Η Ματίλντη Βερλαίν οσφραίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διεκδικήσει τον άντρα της. Εγκαταλείπει το σπίτι θέτοντας ως μοναδικό όρο για την επιστροφή της την απομάκρυνση του Ρεμπώ από το Παρίσι. Ο Βερλαίν, άνθρωπος που περιγράφεται γενικά ως άβουλος, υπερευαίσθητος και ευσυγκίνητος, υπαναχωρεί και ζητάει, συντετριμμένος, από τον Ρεμπώ να φύγει για λίγο από κοντά του. Ντροπιασμένος και γεμάτος μίσος για την Ματίλντη ο Αρθούρος φεύγει, σχεδιάζοντας παράλληλα την εκδίκησή του. Πράγματι, θα ακολουθήσει μια τρομερή διελκυστίνδα με τον Βερλαίν να άγεται και να φέρεται ανάμεσα στη νόμιμη σύζυγό του και τον παράνομο έρωτά του, έρμαιο στις ορέξεις αμφοτέρων.
Στην ησυχία της Σαρλεβίλ ο Ρεμπώ ξαναπιάνει την πένα του. Η μυστική αλληλογραφία που διατηρεί με τον Βερλαίν δείχνει πως μεθοδεύει την επιστροφή του στο Παρίσι, ωστόσο η τελευταία δεν είναι όπως την φαντάζεται. Ο Βερλαίν, φοβούμενος τη Ματίλντη, φροντίζει να τον κρατήσει σε κάποια απόσταση. Προδομένος κι εξαπατημένος ο Ρεμπώ σκέπτεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο. Το πρωί της αναχώρησης συναντά τυχαία τον Βερλαίν και του ανακοινώνει το πλάνο του. «Φεύγω κι εγώ μαζί σου!» είναι η απάντηση του Βερλαίν. Η Ματίλντη θα καταφέρει να ξετρυπώσει τους δυο εξόριστους και θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για να μεταπείσει τον άντρα της. Ο Βερλαίν έχει πάρει την απόφαση του, ανήκει στον Αρθούρο: «αγαπιόμαστε σαν τίγρεις», θα πει στη Ματίλντη δείχνοντας το στήθος του, γεμάτο χαρακιές και σημάδια από τις μαχαιριές του Ρεμπώ.
Ο Σεπτέμβριος του 1872 βρίσκει τους δυο ποιητές στο Λονδίνο να διάγουν βίο έκλυτο, ενίοτε όμως παραγωγικό. Εκεί ο Αρθούρος θα συνθέσει τις Εκλάμψεις, ένα σύνολο πεζών ποιημάτων, κι ο Βερλαίν τις Ρομάντζες χωρίς λόγια. Είναι η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Τα χρήματα έχουν τελειώσει. Η Ματίλντη σέρνει τον Βερλαίν στα δικαστήρια, προσάπτοντας του την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και της αποπλάνησης ανηλίκου. Η μητέρα Ρεμπώ ενημερώνεται για την ανίερη σχέση και αξιώνει να της φέρουν πίσω το γιο της.
Ο Αρθούρος, για πολλοστή φορά, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σαρλεβίλ και κατόπιν στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος. Εκεί συλλαμβάνει την ιδέα ενός βιβλίου το οποίο θα διηγείται την περιπέτεια του. Πρόκειται για το έργο του Μια εποχή στην Κόλαση, το ένα και μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με τη θέλησή του. Είναι δεκαεννέα χρονών.
Ο Μάιος του 1873 ξαναβρίσκει τους δυο στο Λονδίνο να προσπαθούν να επιβιώσουν παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Οι ψίθυροι για το βαθμό της οικειότητας που μοιράζονται οι δυο ποιητές έχουν μετατραπεί τώρα σε φωνές διαμαρτυρίας. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι του Λονδίνου τους απορρίπτουν. Είναι και επισήμως απόβλητοι, αποσυνάγωγοι.
Τη σχέση τους διακρίνει η ένταση: «τυλίγουν σε μια πετσέτα λάμες κοφτερές, τις οποίες κρατούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξέχουν μόνο οι άκρες τους, και στοχεύουν στο πρόσωπο ή στο λαιμό». Δια στόματος Ρεμπώ: «πολλές νύχτες με διακατείχε ένας δαίμονας, κυλιόμαστε κάτω παλεύοντας». Ο Βερλαίν δεν αντέχει άλλο, βρίσκει μια πρόφαση, εγκαταλείπει τον Ρεμπώ και τραβάει για τις Βρυξέλλες. Ο Αρθούρος πηγαίνει να τον βρει και, στις 10 Ιουλίου, το δράμα αγγίζει την κορύφωσή του: ο Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, θα πυροβολήσει τον Ρεμπώ δυο φορές πετυχαίνοντας τον στον αριστερό πνεύμονα (στο αριστερό χέρι σύμφωνα με άλλους). Θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλάκιση.
Επιστροφή στο αγρόκτημα της Ρος για την ολοκλήρωση του Μια εποχή στην Κόλαση και την ανεύρεση χρημάτων και εκδότη. Το βιβλίο θα εκδοθεί, βοήθησε οικονομικά και η μητέρα Ρεμπώ, κι ο Αρθούρος, με λίγα αντίτυπα στις αποσκευές του, κατευθύνεται προς το Παρίσι για την προώθησή του. Παντού δοκιμάζει την άρνηση, όλοι του δίνουν να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος, το σκάνδαλο των Βρυξελλών είναι ακόμη νωπό. Όταν θα γυρίσει στη Ρος θα κάψει σε μια φωτιά τα τελευταία αντίτυπα, μαζί με πλήθος επιστολών και σημειώσεων. Τετέλεσται. Η λογοτεχνική καριέρα του Αρθούρου Ρεμπώ συνάντησε το τέλος της και ο ίδιος δεν είναι ούτε είκοσι χρονών.
Ακολουθεί μια ατελείωτη σειρά περιπλανήσεων. Έχοντας αποκηρύξει τη λογοτεχνία ρίχνεται με τα μούτρα στην περιπέτεια. Το «βρέφος των Μουσών» γίνεται τώρα «ο άνθρωπος με τις φτερωτές πατούσες». Συγκρατούμε τους κυριότερους σταθμούς του αποδημητικού Ρεμπώ.
Μαζί με τον ποιητή Ζερμέν Νουβό αναχωρεί για το Λονδίνο. Φιλοδοξούν να εργαστούν ως καθηγητές της γαλλικής αλλά η ζήτηση είναι μικρή και επιπλέον ο Νουβό θα αφήσει τον Αρθούρο στα κρύα του λουτρού. Ο λόγος είναι προφανής, δεν θέλει να ρισκάρει την ποιητική του σταδιοδρομία, ο Ρεμπώ εξακολουθεί να θεωρείται κακή επιρροή. Επόμενη στάση Στουτγάρδη. Εκεί δέχτηκε έναν απρόσμενο επισκέπτη. Ήταν ο Πολ Βερλαίν που μόλις είχε αποφυλακιστεί, και μάλιστα τον είχε αγγίξει η χάρη του Θεού. Ήλθε για να επαναφέρει τον Αρθούρο στον ίσιο δρόμο. Οι δυο τους βγήκαν μια βόλτα, ήπιαν μερικές μπύρες και τρεις ώρες αργότερα ο Βερλαίν ξαναθυμήθηκε τον παλιό εαυτό του. Με μια απότομη κίνηση ο Ρεμπώ τον έριξε σε ένα χαντάκι.
Ο Αρθούρος ακούει να λένε για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κατάταξη στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Δεν θα μπορέσει να αντισταθεί. Στις 10 Ιουνίου του 1876 αποπλέει για την Ιάβα και τον δεκαπενταύγουστο λιποτακτεί, μια κίνηση που είχε προετοιμάσει καλά. Το 1879 τον βρίσκουμε στην Κύπρο, εργοδηγό σε λατομείο. Η εμμονή του γίνεται ο ήλιος, τα ζεστά κλίματα, η Αφρική. Για εκεί θα οδεύσει.
Στο Άντεν θα βρει δουλειά ως επιστάτης των εργαστηρίων ζύγισης και διαλογής του καφέ, για να αποσπαστεί αργότερα στον εμπορευματικό σταθμό της Χαράρ, στην Αιθιοπία. Δεν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή εκεί, ανυπόφορη ζέστη, μοναξιά, κακές συνθήκες υγιεινής, «το δέρμα ιδρώνει, το στομάχι ερεθίζεται, τα μυαλά σαλεύουν». Η σύφιλη από την οποία θα προσβληθεί είναι το κερασάκι στην τούρτα. Γίνεται ολοένα και πιο ευέξαπτος, κλείνεται στον εαυτό του: «σπουδαίος υπάλληλος αλλά ανυπόφορος χαρακτήρας», θα πουν τα αφεντικά του γι’ αυτόν.
Το Νοέμβριο του 1885 θα παραιτηθεί από τη δουλειά του γιατί προέκυψε ένα καινούργιο επιχειρηματικό σχέδιο, το λαθρεμπόριο όπλων για το βασιλιά της Αιθιοπίας Μελενίκ. Το σχέδιο είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο και δεν θα στεφθεί από ιδιαίτερη επιτυχία. Ο βασιλιάς Μελενίκ δεν τηρεί τα συμπεφωνημένα, ο συνέταιρος του Ρεμπώ πεθαίνει αφήνοντας άπειρα χρέη, κι ο Αρθούρος βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να αποπληρώνει τους πιστωτές του εκλιπόντος. Εικοσιένα μήνες κούρασης, ταλαιπωρίας και 60% ζημιά είναι ο απολογισμός.
Όσο περνάει ο καιρός ο Αρθούρος διολισθαίνει προς την απελπισία, οι επιστολές του είναι ενδεικτικές: «ποια σπαρακτική ύπαρξη περιφέρω στα παράλογα κλίματα και στις αλλόφρονες συνθήκες! Η ζωή μου εδώ είναι ένας εφιάλτης. Μη φαντάζεστε ότι θα τη γλιτώσω: έβλεπα ακόμα πάντα ότι είναι αδύνατο να ζει κανείς πιο οδυνηρά από μένα». Έχει αδυνατίσει πολύ, τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, αρχίζει να υποφέρει από ρευματισμούς στο αριστερό γόνατο, τη λεκάνη και το δεξιό ώμο. Είναι τριάντα ενός χρονών.
Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν ανεξάρτητο έμπορο στη Χαράρ. Η επιτυχία του είναι μεγάλη αλλά η ψυχολογία του παραμένει ασταθής. Μεμψιμοιρεί, γκρινιάζει, βυθίζεται στη σιωπή του και απομονώνεται.
Παρόλο που πολλοί απ’ όσους τον γνωρίζουν αποκομίζουν μια μάλλον αρνητική εντύπωση, αξίζει ωστόσο να σημειωθεί το γεγονός ότι δεν τολμά συνειδητά να βλάψει κανέναν, αντιθέτως, σε μια πλειάδα περιπτώσεων αποδεικνύεται φιλάνθρωπος και ελεήμων.
Το 1891 δεν είναι μια καλή χρονιά. Το εμπόριο φυτοζωεί, η ατμόσφαιρα είναι δυσοίωνη. Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία για τον Αρθούρο, θα μπορούσε να φύγει, να επισκεφθεί νέους τόπους, αυτό ξέρει να κάνει, αυτή είναι η ιστορία της ζωής του. Δεν μπορεί όμως, η κατάσταση της υγείας του είναι κακή. Ο πόνος στο γόνατο είναι ανυπόφορος και εξαπλώνεται στη γάμπα και το πάνω μέρος του μηρού. Ένας αποκρουστικός όγκος, σκληρός σαν πέτρα, θα εμφανιστεί στο γόνατο του. Τώρα πρέπει να φύγει.
Οι ρευματισμοί από τους οποίους υπέφερε ο Ρεμπώ εξελίχθηκαν σε υδάρθρωση, κληρονομική ασθένεια από την οποία μάλιστα έχασε και την αδελφή του, και η υδάρθρωση, με την επικουρία της σύφιλης, εξελίχθηκε σε σάρκωμα και καρκίνωμα. Ο οργανισμός του, υποσιτισμένος και εξασθενημένος (ο Ρεμπώ περπατούσε 20 έως 40 χιλιόμετρα καθημερινά) δεν μπόρεσε να προβάλλει καμία αντίσταση. Ζήτησε να του φτιάξουν ένα φορείο από δέρμα και νοίκιασε 16 βαστάζους για να τον οδηγήσουν στην ακτή. Ο δικός του Γολγοθάς, η οδός του μαρτυρίου του, έχει μήκος τριακόσια ατελείωτα χιλιόμετρα.
Στις 9 Μαϊου επιβιβάζεται στο πλοίο για τη Μασσαλία και στις 20 εισάγεται στο νοσοκομείο. Σύντομα οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν: ακρωτηριασμός της γάμπας μέχρι το μηρό. Καλεί τη μητέρα και την αδελφή του Ιζαμπέλ να βρεθούν κοντά του. Δώδεκα χρόνια είχαν να τον δουν και το σοκ που αισθάνονται είναι μεγάλο. Στις 25 Μαϊου θα γίνει ο ακρωτηριασμός.
Επιστρέφουν στη Ρος αλλά το κλίμα εκεί κάνει κακό στον Αρθούρο, το μπράτσο κι ο ώμος του παθαίνουν αγκύλωση, η αριστερή του γάμπα συμφόρηση. Το μυαλό του είναι πάλι στην Αφρική, θέλει να επιστρέψει, πιστεύει πως ο ήλιος και το ξηρό κλίμα θα τον γιατρέψουν.
Στις 23 Αυγούστου ξεκινάει για τη Μασσαλία με την προοπτική να πάρει το καράβι για την Αφρική. Δεν θα προφτάσει. Εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο, το αριστερό του χέρι έχει παραλύσει, η γάμπα του έχει πρηστεί μέχρι τη βουβωνική χώρα.
«Είμαι τελείως παράλυτος, παρ’ όλα αυτά επιθυμώ να βρεθώ το συντομότερο στο πλοίο. Πείτε μου τι ώρα αναχωρεί». Είναι το γράμμα που υπαγορεύει για τον διευθυντή των ακτοπλοϊκών γραμμών Messageries Maritimes στις 9 Νοεμβρίου. Θα πεθάνει το πρωί της επομένης, 10 Νοεμβρίου, σε ηλικία 37 ετών. Θα ταφεί στη Σαρλεβίλ παρουσία δυο ατόμων, της μητέρας του και της αδελφής του, Ιζαμπέλ.
Υ.Γ. Έχουν γραφτεί πολλά για την προσωπικότητα του Ζαν-Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ… Και πολύ περισσότερα για όλους όσοι επηρεάστηκαν από το έργο και την προσωπικότητά του. Πολλά φτάνουν στο σημείο να αποτελούν πλέον αστικούς μύθους. Ένα από τα γεγονότα που αμφισβητήθηκε έντονα, ήταν η συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα, το 1871. Ωστόσο – εκτός των δικών του σχετικών αναφορών – ο φίλος του Βερλαίν, η αστυνομία του Παρισιού και οι βιογράφοι του βεβαιώνουν ότι ο Ρεμπώ συμμετείχε και μάλιστα έφυγε και από εκεί απογοητευμένος. Το σίγουρο είναι σεπηρεάστηκε από το ιστορικό αυτό γεγονός. Ζωντανή απόδειξη, φυσικά, οι στίχοι του. «…Κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε και ο κόσμος ορφάνεψε» [Του Βαγγέλη Τζικούδη - πηγή]
Το παρακάτω κείμενο καταγράφει τα γεγονότα της ζωής του, την οποία η σιωπή ορίζει και τέμνει σε δυο μέρη. Το πρώτο αφορά στον επαναστατημένο έφηβο, τον αναρχικό ποιητή, το «βρέφος των Μουσών», και το δεύτερο στον ταξιδευτή, τον «άνθρωπο με τις φτερωτές πατούσες», τον μεθοδικό και φιλόδοξο έμπορο στην Αφρική. «Εγώ είναι ένας άλλος», θα γράψει άλλωστε κι ο ίδιος.
Ο Ιωάννης Νικόλαος Αρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική κωμόπολη της Σαρλεβίλ, κοντά στα βελγικά σύνορα, στις 20 Οκτωβρίου του 1854. Υπήρξε το αποκύημα δυο χαρακτηριστικά αταίριαστων ανθρώπων, του λοχαγού Φρεντερίκ Ρεμπώ και της Βιταλί Κουίφ, κόρης αγροτών. Οι δυο γνωρίστηκαν σε ένα κονσέρτο της ορχήστρας του 47ου Συντάγματος Πεζικού και παντρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς. Οι αρετές που συνόψιζε η είκοσι επτά ετών Βιταλί και τις οποίες εκτίμησε ο τριάντα οχτώ ετών λοχαγός, τουτέστιν η ανεξάντλητη εργατικότητα, το υψηλό αίσθημα της ευθύνης και η έμφυτη κλίση προς την οικονομία, αποδείχθηκαν ανυπόφορα ελαττώματα και έγιναν η θηλιά που έσφιξε το λαιμό του λοχαγού, τόσο ώστε να εγκαταλείψει δια παντός το σπιτικό του, όταν ο Αρθούρος ήταν έξι ετών.
Τα παιδικά χρόνια του Αρθούρου φέρουν την επήρεια της μητρικής απολυταρχίας. Η νοητική στενότητα και ακαμψία της κυρίας Ρεμπώ, ο υπερθετικός εγωισμός και η μισαλλοδοξία της, έδεσαν αρμονικά με το φαρισαϊσμό και τη θρησκευτική σχολαστικότητα. Αποτυχημένη ως σύζυγος, αποφασίζει να αφοσιωθεί στη διαπαιδαγώγηση του Αρθούρου και των τριών αδελφών του. Τα παιδιά διαβιούν σε καθεστώς επιτήρησης, όλα περνούν μέσα από το κόσκινο της Βιταλί, προπαντός οι συναναστροφές τους. Αναγκάζονται μάλιστα να αλλάζουν σχολεία μέχρι να καταλήξουν σε εκείνο που πληροί τα υψηλά κριτήρια επιστημοσύνης και θρησκευτικότητας που η μητέρα Ρεμπώ έχει θέσει.
Στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Αρθούρος θα ανθίσει. Είναι έντεκα χρονών και η εντύπωση που προξενεί στους καθηγητές του είναι μεγάλη. Ένας από αυτούς το προαισθάνεται: «από εξυπνάδα έχει όση θέλετε, αλλά έχει κάτι μάτια κι ένα χαμόγελο που δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα έχει κακό τέλος». Μέχρι να έρθει, λοιπόν, το τέλος ο Αρθούρος αρκείται να σκαρώνει στιχάκια στα λατινικά, να σαρώνει τα πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και να χάνεται για ώρες ατελείωτες στα βιβλιοπωλεία. Το ενδιαφέρον του κεντρίζουν τα ποιήματα του περιοδικού Σύγχρονος Παρνασσός. Λίγο περισσότερο στέκεται σε εκείνα που έχει γράψει κάποιος Πολ Βερλαίν.
Τον Ιανουάριο του 1870 διορίζεται καθηγητής στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο Ζώρζ Ιζαμπάρ, ένας άνθρωπος που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ρεμπώ ως μέντορας και πνευματικός καθοδηγητής. Δανείζει στον Αρθούρο βιβλία, μαζί διεξάγουν λογοτεχνικές συζητήσεις, είναι εκείνος που πρώτος θα διαβάσει και θα σχολιάσει τα πρωτόλεια ποιήματα του καλύτερου μαθητή του.
Η συσσωρευμένη καταπίεση γέννησε στην ψυχή του Αρθούρου μια επαναστατική φύση έτοιμη να εκραγεί, μια φύση που αποδύεται στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας. Ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870 ωθεί τον Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ και ο Αρθούρος, μόνος χωρίς το δάσκαλο, αποφασίζει να δραπετεύσει στο Παρίσι. Είναι δεκαέξι χρονών. Καθώς δεν έχει να πληρώσει τα ναύλα συλλαμβάνεται και κρατείται. Ο Ιζαμπάρ πληρώνει το χρέος του Αρθούρου και τον φιλοξενεί στο Ντουέ. Τις ξέγνοιαστες μέρες θα διακόψει η Βιταλί, απαιτώντας την επιστροφή του γιού της στη Σαρλεβίλ.
Η πρώτη μάχη χάθηκε, όχι όμως κι ο πόλεμος. Ο Αρθούρος εξαφανίζεται εκ νέου, πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, για να καταλήξει και πάλι στο σπίτι του Ιζαμπάρ. Ο τελευταίος αρχίζει να δυσανασχετεί με τον παράφορο αυτό νεαρό και οι σχέσεις των δυο διαρρηγνύονται. Τον στέλνει πίσω στη μάνα του. Η επόμενη απόπειρα να ζήσει στο Παρίσι δεν είναι περισσότερο επιτυχημένη: φιλοδοξεί να μπει στο λογοτεχνικό κύκλο των παρνασσιστών, θα βρεθεί ωστόσο να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται στις μαούνες που ήταν αγκυροβολημένες στις όχθες του Σηκουάνα. Ξανά πίσω.
«Μια μέρα, όπως κλαιγόταν για μια ακόμη φορά στον πάτερ Μπρετάνι, αυτός του μίλησε για κάποιο Βερλαίν. Τον γνώριζε καλά αυτό τον ποιητή και ίσως…». Είναι η μέρα που άλλαξε τη μοίρα. Ο Αρθούρος «πετάχτηκε έξω σαν το φυλακισμένο που του ανοίγουν την πόρτα της φυλακής». Αμέσως καθαρόγραψε τους στίχους του και τους έστειλε, μαζί με ένα μακροσκελές γράμμα, στον Βερλαίν.
Η απάντηση είναι λυτρωτική για τον Αρθούρο: τον προσκαλεί στο Παρίσι, τον περιμένει! Το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα, θα γίνει ένας από τους παρνασσιστές. Πρέπει ωστόσο να κάνει καλή εντύπωση, να ετοιμάσει κάτι εξαιρετικό για την πρώτη συνάντηση με τους καινούργιους του συντρόφους, ένα έργο ενδεικτικό του ποιητικού του διαμετρήματος. Συνθέτει το αριστουργηματικό Μεθυσμένο Καράβι, το οποίο γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Ο Αρθούρος δεν είναι ούτε δεκαοχτώ χρόνων.
Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται μια βαθμιαία αποστροφή, απότοκη του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς που ο Αρθούρος, σκόπιμα ή μη, επιδεικνύει. Οι παρνασσιστές κάνουν ό,τι μπορούν, φιλοξενούν εκ περιτροπής τον Ρεμπώ, οργανώνουν εράνους για να καλύψουν τα έξοδά του, όμως το παιδί θαύμα μοιάζει ασυγκίνητο: είναι βαρύς, δύσθυμος, απρόσιτος, επιθετικός. Αχάριστος άνθρωπος. Στο εξής όλοι θα τον αποφεύγουν.
Όλοι εκτός από έναν. Ο Βερλαίν, είκοσι επτά χρονών τότε, παντρεμένος με παιδί, θα ερωτευθεί τον Ρεμπώ. Μαζί επιδίδονται σε κάθε λογής ασωτίες, τριγυρίζοντας στα καφέ και τις μπιραρίες, και πίνοντας χασίς και αψέντι. Η Ματίλντη Βερλαίν οσφραίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διεκδικήσει τον άντρα της. Εγκαταλείπει το σπίτι θέτοντας ως μοναδικό όρο για την επιστροφή της την απομάκρυνση του Ρεμπώ από το Παρίσι. Ο Βερλαίν, άνθρωπος που περιγράφεται γενικά ως άβουλος, υπερευαίσθητος και ευσυγκίνητος, υπαναχωρεί και ζητάει, συντετριμμένος, από τον Ρεμπώ να φύγει για λίγο από κοντά του. Ντροπιασμένος και γεμάτος μίσος για την Ματίλντη ο Αρθούρος φεύγει, σχεδιάζοντας παράλληλα την εκδίκησή του. Πράγματι, θα ακολουθήσει μια τρομερή διελκυστίνδα με τον Βερλαίν να άγεται και να φέρεται ανάμεσα στη νόμιμη σύζυγό του και τον παράνομο έρωτά του, έρμαιο στις ορέξεις αμφοτέρων.
Στην ησυχία της Σαρλεβίλ ο Ρεμπώ ξαναπιάνει την πένα του. Η μυστική αλληλογραφία που διατηρεί με τον Βερλαίν δείχνει πως μεθοδεύει την επιστροφή του στο Παρίσι, ωστόσο η τελευταία δεν είναι όπως την φαντάζεται. Ο Βερλαίν, φοβούμενος τη Ματίλντη, φροντίζει να τον κρατήσει σε κάποια απόσταση. Προδομένος κι εξαπατημένος ο Ρεμπώ σκέπτεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο. Το πρωί της αναχώρησης συναντά τυχαία τον Βερλαίν και του ανακοινώνει το πλάνο του. «Φεύγω κι εγώ μαζί σου!» είναι η απάντηση του Βερλαίν. Η Ματίλντη θα καταφέρει να ξετρυπώσει τους δυο εξόριστους και θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για να μεταπείσει τον άντρα της. Ο Βερλαίν έχει πάρει την απόφαση του, ανήκει στον Αρθούρο: «αγαπιόμαστε σαν τίγρεις», θα πει στη Ματίλντη δείχνοντας το στήθος του, γεμάτο χαρακιές και σημάδια από τις μαχαιριές του Ρεμπώ.
Ο Σεπτέμβριος του 1872 βρίσκει τους δυο ποιητές στο Λονδίνο να διάγουν βίο έκλυτο, ενίοτε όμως παραγωγικό. Εκεί ο Αρθούρος θα συνθέσει τις Εκλάμψεις, ένα σύνολο πεζών ποιημάτων, κι ο Βερλαίν τις Ρομάντζες χωρίς λόγια. Είναι η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Τα χρήματα έχουν τελειώσει. Η Ματίλντη σέρνει τον Βερλαίν στα δικαστήρια, προσάπτοντας του την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και της αποπλάνησης ανηλίκου. Η μητέρα Ρεμπώ ενημερώνεται για την ανίερη σχέση και αξιώνει να της φέρουν πίσω το γιο της.
Ο Αρθούρος, για πολλοστή φορά, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σαρλεβίλ και κατόπιν στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος. Εκεί συλλαμβάνει την ιδέα ενός βιβλίου το οποίο θα διηγείται την περιπέτεια του. Πρόκειται για το έργο του Μια εποχή στην Κόλαση, το ένα και μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με τη θέλησή του. Είναι δεκαεννέα χρονών.
Ο Μάιος του 1873 ξαναβρίσκει τους δυο στο Λονδίνο να προσπαθούν να επιβιώσουν παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Οι ψίθυροι για το βαθμό της οικειότητας που μοιράζονται οι δυο ποιητές έχουν μετατραπεί τώρα σε φωνές διαμαρτυρίας. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι του Λονδίνου τους απορρίπτουν. Είναι και επισήμως απόβλητοι, αποσυνάγωγοι.
Τη σχέση τους διακρίνει η ένταση: «τυλίγουν σε μια πετσέτα λάμες κοφτερές, τις οποίες κρατούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξέχουν μόνο οι άκρες τους, και στοχεύουν στο πρόσωπο ή στο λαιμό». Δια στόματος Ρεμπώ: «πολλές νύχτες με διακατείχε ένας δαίμονας, κυλιόμαστε κάτω παλεύοντας». Ο Βερλαίν δεν αντέχει άλλο, βρίσκει μια πρόφαση, εγκαταλείπει τον Ρεμπώ και τραβάει για τις Βρυξέλλες. Ο Αρθούρος πηγαίνει να τον βρει και, στις 10 Ιουλίου, το δράμα αγγίζει την κορύφωσή του: ο Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, θα πυροβολήσει τον Ρεμπώ δυο φορές πετυχαίνοντας τον στον αριστερό πνεύμονα (στο αριστερό χέρι σύμφωνα με άλλους). Θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλάκιση.
Επιστροφή στο αγρόκτημα της Ρος για την ολοκλήρωση του Μια εποχή στην Κόλαση και την ανεύρεση χρημάτων και εκδότη. Το βιβλίο θα εκδοθεί, βοήθησε οικονομικά και η μητέρα Ρεμπώ, κι ο Αρθούρος, με λίγα αντίτυπα στις αποσκευές του, κατευθύνεται προς το Παρίσι για την προώθησή του. Παντού δοκιμάζει την άρνηση, όλοι του δίνουν να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος, το σκάνδαλο των Βρυξελλών είναι ακόμη νωπό. Όταν θα γυρίσει στη Ρος θα κάψει σε μια φωτιά τα τελευταία αντίτυπα, μαζί με πλήθος επιστολών και σημειώσεων. Τετέλεσται. Η λογοτεχνική καριέρα του Αρθούρου Ρεμπώ συνάντησε το τέλος της και ο ίδιος δεν είναι ούτε είκοσι χρονών.
Ακολουθεί μια ατελείωτη σειρά περιπλανήσεων. Έχοντας αποκηρύξει τη λογοτεχνία ρίχνεται με τα μούτρα στην περιπέτεια. Το «βρέφος των Μουσών» γίνεται τώρα «ο άνθρωπος με τις φτερωτές πατούσες». Συγκρατούμε τους κυριότερους σταθμούς του αποδημητικού Ρεμπώ.
Μαζί με τον ποιητή Ζερμέν Νουβό αναχωρεί για το Λονδίνο. Φιλοδοξούν να εργαστούν ως καθηγητές της γαλλικής αλλά η ζήτηση είναι μικρή και επιπλέον ο Νουβό θα αφήσει τον Αρθούρο στα κρύα του λουτρού. Ο λόγος είναι προφανής, δεν θέλει να ρισκάρει την ποιητική του σταδιοδρομία, ο Ρεμπώ εξακολουθεί να θεωρείται κακή επιρροή. Επόμενη στάση Στουτγάρδη. Εκεί δέχτηκε έναν απρόσμενο επισκέπτη. Ήταν ο Πολ Βερλαίν που μόλις είχε αποφυλακιστεί, και μάλιστα τον είχε αγγίξει η χάρη του Θεού. Ήλθε για να επαναφέρει τον Αρθούρο στον ίσιο δρόμο. Οι δυο τους βγήκαν μια βόλτα, ήπιαν μερικές μπύρες και τρεις ώρες αργότερα ο Βερλαίν ξαναθυμήθηκε τον παλιό εαυτό του. Με μια απότομη κίνηση ο Ρεμπώ τον έριξε σε ένα χαντάκι.
Ο Αρθούρος ακούει να λένε για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κατάταξη στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Δεν θα μπορέσει να αντισταθεί. Στις 10 Ιουνίου του 1876 αποπλέει για την Ιάβα και τον δεκαπενταύγουστο λιποτακτεί, μια κίνηση που είχε προετοιμάσει καλά. Το 1879 τον βρίσκουμε στην Κύπρο, εργοδηγό σε λατομείο. Η εμμονή του γίνεται ο ήλιος, τα ζεστά κλίματα, η Αφρική. Για εκεί θα οδεύσει.
Στο Άντεν θα βρει δουλειά ως επιστάτης των εργαστηρίων ζύγισης και διαλογής του καφέ, για να αποσπαστεί αργότερα στον εμπορευματικό σταθμό της Χαράρ, στην Αιθιοπία. Δεν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή εκεί, ανυπόφορη ζέστη, μοναξιά, κακές συνθήκες υγιεινής, «το δέρμα ιδρώνει, το στομάχι ερεθίζεται, τα μυαλά σαλεύουν». Η σύφιλη από την οποία θα προσβληθεί είναι το κερασάκι στην τούρτα. Γίνεται ολοένα και πιο ευέξαπτος, κλείνεται στον εαυτό του: «σπουδαίος υπάλληλος αλλά ανυπόφορος χαρακτήρας», θα πουν τα αφεντικά του γι’ αυτόν.
Το Νοέμβριο του 1885 θα παραιτηθεί από τη δουλειά του γιατί προέκυψε ένα καινούργιο επιχειρηματικό σχέδιο, το λαθρεμπόριο όπλων για το βασιλιά της Αιθιοπίας Μελενίκ. Το σχέδιο είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο και δεν θα στεφθεί από ιδιαίτερη επιτυχία. Ο βασιλιάς Μελενίκ δεν τηρεί τα συμπεφωνημένα, ο συνέταιρος του Ρεμπώ πεθαίνει αφήνοντας άπειρα χρέη, κι ο Αρθούρος βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να αποπληρώνει τους πιστωτές του εκλιπόντος. Εικοσιένα μήνες κούρασης, ταλαιπωρίας και 60% ζημιά είναι ο απολογισμός.
Όσο περνάει ο καιρός ο Αρθούρος διολισθαίνει προς την απελπισία, οι επιστολές του είναι ενδεικτικές: «ποια σπαρακτική ύπαρξη περιφέρω στα παράλογα κλίματα και στις αλλόφρονες συνθήκες! Η ζωή μου εδώ είναι ένας εφιάλτης. Μη φαντάζεστε ότι θα τη γλιτώσω: έβλεπα ακόμα πάντα ότι είναι αδύνατο να ζει κανείς πιο οδυνηρά από μένα». Έχει αδυνατίσει πολύ, τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, αρχίζει να υποφέρει από ρευματισμούς στο αριστερό γόνατο, τη λεκάνη και το δεξιό ώμο. Είναι τριάντα ενός χρονών.
Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν ανεξάρτητο έμπορο στη Χαράρ. Η επιτυχία του είναι μεγάλη αλλά η ψυχολογία του παραμένει ασταθής. Μεμψιμοιρεί, γκρινιάζει, βυθίζεται στη σιωπή του και απομονώνεται.
Παρόλο που πολλοί απ’ όσους τον γνωρίζουν αποκομίζουν μια μάλλον αρνητική εντύπωση, αξίζει ωστόσο να σημειωθεί το γεγονός ότι δεν τολμά συνειδητά να βλάψει κανέναν, αντιθέτως, σε μια πλειάδα περιπτώσεων αποδεικνύεται φιλάνθρωπος και ελεήμων.
Το 1891 δεν είναι μια καλή χρονιά. Το εμπόριο φυτοζωεί, η ατμόσφαιρα είναι δυσοίωνη. Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία για τον Αρθούρο, θα μπορούσε να φύγει, να επισκεφθεί νέους τόπους, αυτό ξέρει να κάνει, αυτή είναι η ιστορία της ζωής του. Δεν μπορεί όμως, η κατάσταση της υγείας του είναι κακή. Ο πόνος στο γόνατο είναι ανυπόφορος και εξαπλώνεται στη γάμπα και το πάνω μέρος του μηρού. Ένας αποκρουστικός όγκος, σκληρός σαν πέτρα, θα εμφανιστεί στο γόνατο του. Τώρα πρέπει να φύγει.
Οι ρευματισμοί από τους οποίους υπέφερε ο Ρεμπώ εξελίχθηκαν σε υδάρθρωση, κληρονομική ασθένεια από την οποία μάλιστα έχασε και την αδελφή του, και η υδάρθρωση, με την επικουρία της σύφιλης, εξελίχθηκε σε σάρκωμα και καρκίνωμα. Ο οργανισμός του, υποσιτισμένος και εξασθενημένος (ο Ρεμπώ περπατούσε 20 έως 40 χιλιόμετρα καθημερινά) δεν μπόρεσε να προβάλλει καμία αντίσταση. Ζήτησε να του φτιάξουν ένα φορείο από δέρμα και νοίκιασε 16 βαστάζους για να τον οδηγήσουν στην ακτή. Ο δικός του Γολγοθάς, η οδός του μαρτυρίου του, έχει μήκος τριακόσια ατελείωτα χιλιόμετρα.
Στις 9 Μαϊου επιβιβάζεται στο πλοίο για τη Μασσαλία και στις 20 εισάγεται στο νοσοκομείο. Σύντομα οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν: ακρωτηριασμός της γάμπας μέχρι το μηρό. Καλεί τη μητέρα και την αδελφή του Ιζαμπέλ να βρεθούν κοντά του. Δώδεκα χρόνια είχαν να τον δουν και το σοκ που αισθάνονται είναι μεγάλο. Στις 25 Μαϊου θα γίνει ο ακρωτηριασμός.
Επιστρέφουν στη Ρος αλλά το κλίμα εκεί κάνει κακό στον Αρθούρο, το μπράτσο κι ο ώμος του παθαίνουν αγκύλωση, η αριστερή του γάμπα συμφόρηση. Το μυαλό του είναι πάλι στην Αφρική, θέλει να επιστρέψει, πιστεύει πως ο ήλιος και το ξηρό κλίμα θα τον γιατρέψουν.
Στις 23 Αυγούστου ξεκινάει για τη Μασσαλία με την προοπτική να πάρει το καράβι για την Αφρική. Δεν θα προφτάσει. Εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο, το αριστερό του χέρι έχει παραλύσει, η γάμπα του έχει πρηστεί μέχρι τη βουβωνική χώρα.
«Είμαι τελείως παράλυτος, παρ’ όλα αυτά επιθυμώ να βρεθώ το συντομότερο στο πλοίο. Πείτε μου τι ώρα αναχωρεί». Είναι το γράμμα που υπαγορεύει για τον διευθυντή των ακτοπλοϊκών γραμμών Messageries Maritimes στις 9 Νοεμβρίου. Θα πεθάνει το πρωί της επομένης, 10 Νοεμβρίου, σε ηλικία 37 ετών. Θα ταφεί στη Σαρλεβίλ παρουσία δυο ατόμων, της μητέρας του και της αδελφής του, Ιζαμπέλ.
Υ.Γ. Έχουν γραφτεί πολλά για την προσωπικότητα του Ζαν-Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ… Και πολύ περισσότερα για όλους όσοι επηρεάστηκαν από το έργο και την προσωπικότητά του. Πολλά φτάνουν στο σημείο να αποτελούν πλέον αστικούς μύθους. Ένα από τα γεγονότα που αμφισβητήθηκε έντονα, ήταν η συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα, το 1871. Ωστόσο – εκτός των δικών του σχετικών αναφορών – ο φίλος του Βερλαίν, η αστυνομία του Παρισιού και οι βιογράφοι του βεβαιώνουν ότι ο Ρεμπώ συμμετείχε και μάλιστα έφυγε και από εκεί απογοητευμένος. Το σίγουρο είναι σεπηρεάστηκε από το ιστορικό αυτό γεγονός. Ζωντανή απόδειξη, φυσικά, οι στίχοι του. «…Κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε και ο κόσμος ορφάνεψε» [Του Βαγγέλη Τζικούδη - πηγή]
~
~
~
~
~
~