Το δέντρο αυτό, για χάρη σου, φυτεύω της Κυβέλης.
Είν’ ένα πεύκο, που καιρό θε να μιλάει για σένα.
Χάραξα πάνω στον κορμό τα δυο ονόματά μας,
να μεγαλώνουν όσο η τρυφερή θ’ αξαίνει φλούδα.
Φαύνοι, που μες στην πατρική τη γη μου κατοικείτε
και σέρνετε παιγνίδια και χορούς πλάι στο ποτάμι,
φυλάξτε το βλαστάρι μου και δώστε να προκόψει,
μη μου το κάψει η παγωνιά κι ο γήλιος το μαράνει.
Είν’ ένα πεύκο, που καιρό θε να μιλάει για σένα.
Χάραξα πάνω στον κορμό τα δυο ονόματά μας,
να μεγαλώνουν όσο η τρυφερή θ’ αξαίνει φλούδα.
Φαύνοι, που μες στην πατρική τη γη μου κατοικείτε
και σέρνετε παιγνίδια και χορούς πλάι στο ποτάμι,
φυλάξτε το βλαστάρι μου και δώστε να προκόψει,
μη μου το κάψει η παγωνιά κι ο γήλιος το μαράνει.
Και συ, βοσκέ, που θα οδηγάς εκεί τα πρόβατά σου,
μ’ ένα παραπονετικό τραγούδι στη φλογέρα,
να τραγουδάς του έρωτα τον πόνο στους διαβάτες
και κάθε χρόνο κι ένα αρνί στη ρίζα του να σφάζεις
και το αίμα και το γάλα του ζεστό ποτίζοντάς το,
δέντρο, να λες, είναι ιερό, το δέντρο της Ελένης.
*
Καθώς περνούσε υπέροχη η Ελένη από τα τείχη
της Τροίας οι γέροι ελέγανε: παράξενο δεν είναι
πως για μια τέτοιαν ομορφιά τόσα δεινά τραβούμε:
πιο λίγο από ’να βλέμμα της οι λύπες μας αξίζουν.
Ωστόσο κάλλιο είναι να ’ρθεί ο άντρας της να την πάρει,
να τηνε πάει στο σπιτικό, να γαληνέψει κι ο Άρης,
παρά τα παλικάρια μας με το αίμα να ποτίζουν
τον κάμπο μας και τους γιαλούς οι εχθροί να μας κουρσεύουν
Γέροι με την τρεμάμενη καρδιά, μη σταματάτε
με τη φωνή της φρόνησης, της νιότης την ορμή.
Και νέοι και γέροι, θα ’πρεπε, για την ωραία Ελένη
και ζωή και βιος να δώσετε, να πέσετε στα τείχη.
Κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος, φρόνιμοι, λέω, κι οι δυο,
ο ένας που την αναζητά, ο άλλος που δεν τη δίνει.
~
μ’ ένα παραπονετικό τραγούδι στη φλογέρα,
να τραγουδάς του έρωτα τον πόνο στους διαβάτες
και κάθε χρόνο κι ένα αρνί στη ρίζα του να σφάζεις
και το αίμα και το γάλα του ζεστό ποτίζοντάς το,
δέντρο, να λες, είναι ιερό, το δέντρο της Ελένης.
*
Καθώς περνούσε υπέροχη η Ελένη από τα τείχη
της Τροίας οι γέροι ελέγανε: παράξενο δεν είναι
πως για μια τέτοιαν ομορφιά τόσα δεινά τραβούμε:
πιο λίγο από ’να βλέμμα της οι λύπες μας αξίζουν.
Ωστόσο κάλλιο είναι να ’ρθεί ο άντρας της να την πάρει,
να τηνε πάει στο σπιτικό, να γαληνέψει κι ο Άρης,
παρά τα παλικάρια μας με το αίμα να ποτίζουν
τον κάμπο μας και τους γιαλούς οι εχθροί να μας κουρσεύουν
Γέροι με την τρεμάμενη καρδιά, μη σταματάτε
με τη φωνή της φρόνησης, της νιότης την ορμή.
Και νέοι και γέροι, θα ’πρεπε, για την ωραία Ελένη
και ζωή και βιος να δώσετε, να πέσετε στα τείχη.
Κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος, φρόνιμοι, λέω, κι οι δυο,
ο ένας που την αναζητά, ο άλλος που δεν τη δίνει.
~
"Από τα σονέτα της Ελένης".
Μετ. Μ. Δ. Στασινόπουλος.
Νέα Εστία