Άκου που η θάλασσα η θορυβώδης ανασαίνει... Η μέθη
ανεβαίνει: είναι η ώρα του μεσονυχτιού.
Σαν γιγάντιο δελφίνι μάς φέρνει το καράβι
κατά τα πρώτα τού τερατώδους νησιού βράχια.
Σκαλισμένος στη σκιά κι ορθός, με τα δυο χέρια του στη ρόδα
ο νεαρός τιμονιέρης θερίζει τα στάχυα των κυμάτων.
Το γέλιο αυτό, κι αυτό το παραλήρημα των λυγμών άκου:
είναι οι σειρήνες που γλιστρούν κάτω απ' το σίδερο της πρώρας.
Άσε να 'ρθούν η σκωπτική τρυφερότητα κ' η αγάπη.
— Οι αναμνήσεις στη θάλασσα έχουνε τη μορφή ανέμου. —
Το παρελθόν σε καταδιώκει, μα κοίταζε εμπρός σου:
Νυχτοφύλακα, ωχρέ νυχτοφύλακα, να η κρητική νύχτα.
Ο άνθρωπος με του ταύρου το μέτωπο μάς καιροφυλακτεί στο περιγιάλι
με την κτηνώδη πείνα του και με το φλογερό του πνεύμα.
Να ζήσουμε! Ξέρεις πώς μας αρπάζει τάχα ο πυρετός
που τόση λάσπη ανακατεύει με την αιχμάλωτη ψυχή μας;
Μα της Αριάδνης το χρυσό νήμα θα το ξαναβρούμε
και το άδολο ήθος των λιμανιών μες στου πρωιού το γλαυκό αγέρι,
— φαντασία! — και της φασκομηλιάς το άρωμα, την οσμή του θύμου.
Τα παιδικά, χωριάτικα χρόνια μας, θα τα ξαναβρούμε.
Τώρα, ας ονειρευτούμε. Λάμπει η σελήνη σαν κυκλώπειο μάτι
και το πελιδνό βλέμμα της περίεργα φωτίζει
τον κύκλο όπου περνούμε, από έναν αγαπώντα τραβηγμένοι,
ενώ ο γεννούμενος ύπνος μάς τυλίγει...
Μεσάνυχτα... Στοχαστικέ νυχτοφύλακα, διακρίνεις κιόλας
στη σκοπιά σου τη θεά με τα γυμνά στήθη,
τους μπλεγμένους πολύποδες, τ' απλοϊκά κατσίκια
και, υποταγμένη στην παλιά μαγεία, την Κρήτη;
ανεβαίνει: είναι η ώρα του μεσονυχτιού.
Σαν γιγάντιο δελφίνι μάς φέρνει το καράβι
κατά τα πρώτα τού τερατώδους νησιού βράχια.
Σκαλισμένος στη σκιά κι ορθός, με τα δυο χέρια του στη ρόδα
ο νεαρός τιμονιέρης θερίζει τα στάχυα των κυμάτων.
Το γέλιο αυτό, κι αυτό το παραλήρημα των λυγμών άκου:
είναι οι σειρήνες που γλιστρούν κάτω απ' το σίδερο της πρώρας.
Άσε να 'ρθούν η σκωπτική τρυφερότητα κ' η αγάπη.
— Οι αναμνήσεις στη θάλασσα έχουνε τη μορφή ανέμου. —
Το παρελθόν σε καταδιώκει, μα κοίταζε εμπρός σου:
Νυχτοφύλακα, ωχρέ νυχτοφύλακα, να η κρητική νύχτα.
Ο άνθρωπος με του ταύρου το μέτωπο μάς καιροφυλακτεί στο περιγιάλι
με την κτηνώδη πείνα του και με το φλογερό του πνεύμα.
Να ζήσουμε! Ξέρεις πώς μας αρπάζει τάχα ο πυρετός
που τόση λάσπη ανακατεύει με την αιχμάλωτη ψυχή μας;
Μα της Αριάδνης το χρυσό νήμα θα το ξαναβρούμε
και το άδολο ήθος των λιμανιών μες στου πρωιού το γλαυκό αγέρι,
— φαντασία! — και της φασκομηλιάς το άρωμα, την οσμή του θύμου.
Τα παιδικά, χωριάτικα χρόνια μας, θα τα ξαναβρούμε.
Τώρα, ας ονειρευτούμε. Λάμπει η σελήνη σαν κυκλώπειο μάτι
και το πελιδνό βλέμμα της περίεργα φωτίζει
τον κύκλο όπου περνούμε, από έναν αγαπώντα τραβηγμένοι,
ενώ ο γεννούμενος ύπνος μάς τυλίγει...
Μεσάνυχτα... Στοχαστικέ νυχτοφύλακα, διακρίνεις κιόλας
στη σκοπιά σου τη θεά με τα γυμνά στήθη,
τους μπλεγμένους πολύποδες, τ' απλοϊκά κατσίκια
και, υποταγμένη στην παλιά μαγεία, την Κρήτη;
~
μετάφραση: Άρης Δικταίος