Αφήστε μας μόνους εδώ, μακρυά απ’ των όχλων το κοπάδι:
Πάρα πολύν καιρό έχουμε κ’ οι δυο μας ταξιδέψει.
Το μεγάλο δωμάτιο, γλυκό στα κουρασμένα μας κορμιά ‘ναι.
Σιωπή ύστερ’ από τις κραυγές των τραίνων, των νερών τον σάλο…
Δεν είναι τίποτα αγαπητότερο για την κούρασή μας
από το φιλικό δέξιμο αυτών των δροσερών μικρών κλινών,
Πάρα πολύν καιρό έχουμε κ’ οι δυο μας ταξιδέψει.
Το μεγάλο δωμάτιο, γλυκό στα κουρασμένα μας κορμιά ‘ναι.
Σιωπή ύστερ’ από τις κραυγές των τραίνων, των νερών τον σάλο…
Δεν είναι τίποτα αγαπητότερο για την κούρασή μας
από το φιλικό δέξιμο αυτών των δροσερών μικρών κλινών,
και το καθάριο νερό που τις ρυτίδες και τις θλίψεις σβήνει…
Απ’ το κλειστό παράθυρό μας φαίνεται ολόκληρο το παλιό λιμάνι.
Ο αέρας σηκώνεται και στο σκαρί των καραβιών απάνω πέφτει.
Κάτω απ’ τα γκρίζα σύννεφα, πίσω απ’ τα τζάμια,
η φλόγα ενός τριαντάφυλλου στη δύση ανθίζει.
Ω ιστοί μπρος στο βουνό και στον όρμον ορθωμένοι,
άνθρωποι ανάμεσα στα κύματα αυτά, στην προκυμαία,
τι περιμένετε; Ποιο κάλεσμα ναυτών καινούργιο;
Στην εξοχή κατηφορίζει η νύχτα απ’ τα γαλάζια βράχια…
θα κοιμηθώ σε λίγο, βασιλιά της Ιθάκης, Οδυσσέα.
Βρήκες και πάλι το νησί σου εκεί κάτω, πέρα
στις τελευταίες αχτίδες του βραδιού; Έκλαψες τάχα
τον νεαρό αγκαλιάζοντας Τηλέμαχό σου;…
Κουράστηκες από έρωτες αβέβαιους, επιτέλους,
από τα ριψοκίνδυνα ταξίδια σου και τις πανουργιές σου;
Σ’ όλον τον τόπο κατεβαίνει η νύχτα από γαλάζια βράχια.
Πάτρα! Καράβια αγκυροβολημένα. Πού ‘ναι οι καπετάνιοι;
Με τα μάτια σ’ αγγίζω, λιμάνι παλιό, βιβλίο με εικόνες
ανοιγμένο για τ’ ουρανού και των θαλασσινών τούς φίλους.
Ήρωες, θαλασσοπόροι κ’ έμποροι σταφίδας,
τον ύπνο των καλών παιδιών λικνίσετε, λικνίσετέ μας!
~
μετάφραση: Άρης Δικταίος