Πρέπει να σου μιλήσω…
Δίχως σκιάδι στα μάτια,
δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,
μέναμε όρθιοι όταν
ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,
όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,
κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,
ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,
ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,
ακόμα κι όταν λέγαμε:
Καλύτερα έτσι,
καλύτερα!..
Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσει
την παλάμη αυτή…
Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα
στο καλύβι μας.
Ίσως να ήρθε ξαφνικά.
Ίσως να πέρασε το φράχτη
όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο
και πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…
Όμως ήρθε…
Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.
Και οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.
Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…
Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,
το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.
Οι σκιές σκληράνανε.
Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.
Απαιτούν να ειπωθούν…
Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
και η φωνή μου θα σε φτάση…
…Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ,
τι ‘ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία;
Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ.
Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι:
…Μα ναι.., Θα ‘πρεπε!..
Ίσως καμιά φορά να λες..-
μα τι να λες;..
Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω…
Οι καθημερινές φροντίδες, λέει…
Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει…
Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι…
Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
***
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις
Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
***
Έγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη.
Μιλούσα γι’ αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ,
μιλούσα για το φιλί
και το φιλί ήσουν εσύ,
με τ’ όνομά σου,
τη διεύθυνση του σπιτιού σου,
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω.
Πως να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει;
(Μα κι αν το καταλάβει
θα πάψει πια να ‘ναι το ίδιο.)
Πως να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στο νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά.
Την άκουσες ποτέ;
Ήταν για σένα.
Δεν το παραδεχόμουνα.
Μα ήταν.
Δεν έβλεπα
τις μικρές σταλαγματιές το φως
που πέφταν στο φεγγίτη μου
διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων.
Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα.
Μια φωτεινή πλημμύρα
σκόρπισε την επιμονή της σκόνης
τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα
τα μισοτελειωμένα βήματα.
Δεν ξέρω πως έγινε
(ίσως και να ξέρω…)
όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει.
Να μου χαμογέλασες ποτέ
από μακριά;
Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.
Ακόμα κι όταν έδιωχνες
κάθε τι δικό μου.
Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ‘διωξες
***
Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου-
άσε να σου μιλήσω.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια.
Σ’ αγαπώ.
Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων
πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.
***
…Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.)
Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου λεγες βουβά
“έλα πάρε με”
δεν μπορούσα πια…
***
Να τον πάλι ο κόσμος και τα πράγματα
μπροστά μας.
Να οι άνθρωποι.
Να ‘μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας.
Μπορούμε πάλι να πούμε:
«Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό,
κι αυτό ένα πήλινο πιάτο,
κι αυτό το ξεραμένο αίμα».
Μπορούμε να πούμε:
«Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα.
Να, αυτό λέγεται χαρά».
Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα
το μεγάλο βιβλίο των άστρων
και διαβάζουμε αργά, δυνατά,
ν’ ακούνε όλοι:
Η πατρίς της γεννήσεώς μου
είναι απ’ το Λιδορίκι
χωριό του Λιδορικού
ονομαζόμενον Αβορίτη.
Η πατρίς της γεννήσεώς μας
είναι ο κόσμος.
Πατρίδα μας είναι η αλήθεια.
Καλημέρα λοιπόν.
Καλημέρα.
Δίχως σκιάδι στα μάτια,
δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,
μέναμε όρθιοι όταν
ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,
όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,
κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,
ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,
ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,
ακόμα κι όταν λέγαμε:
Καλύτερα έτσι,
καλύτερα!..
Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσει
την παλάμη αυτή…
Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα
στο καλύβι μας.
Ίσως να ήρθε ξαφνικά.
Ίσως να πέρασε το φράχτη
όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο
και πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…
Όμως ήρθε…
Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.
Και οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.
Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…
Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,
το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.
Οι σκιές σκληράνανε.
Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.
Απαιτούν να ειπωθούν…
Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
και η φωνή μου θα σε φτάση…
…Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ,
τι ‘ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία;
Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ.
Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι:
…Μα ναι.., Θα ‘πρεπε!..
Ίσως καμιά φορά να λες..-
μα τι να λες;..
Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω…
Οι καθημερινές φροντίδες, λέει…
Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει…
Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι…
Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
***
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις
Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
***
Έγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη.
Μιλούσα γι’ αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ,
μιλούσα για το φιλί
και το φιλί ήσουν εσύ,
με τ’ όνομά σου,
τη διεύθυνση του σπιτιού σου,
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω.
Πως να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει;
(Μα κι αν το καταλάβει
θα πάψει πια να ‘ναι το ίδιο.)
Πως να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στο νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά.
Την άκουσες ποτέ;
Ήταν για σένα.
Δεν το παραδεχόμουνα.
Μα ήταν.
Δεν έβλεπα
τις μικρές σταλαγματιές το φως
που πέφταν στο φεγγίτη μου
διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων.
Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα.
Μια φωτεινή πλημμύρα
σκόρπισε την επιμονή της σκόνης
τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα
τα μισοτελειωμένα βήματα.
Δεν ξέρω πως έγινε
(ίσως και να ξέρω…)
όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει.
Να μου χαμογέλασες ποτέ
από μακριά;
Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.
Ακόμα κι όταν έδιωχνες
κάθε τι δικό μου.
Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ‘διωξες
***
Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου-
άσε να σου μιλήσω.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια.
Σ’ αγαπώ.
Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων
πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.
***
…Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.)
Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου λεγες βουβά
“έλα πάρε με”
δεν μπορούσα πια…
***
Να τον πάλι ο κόσμος και τα πράγματα
μπροστά μας.
Να οι άνθρωποι.
Να ‘μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας.
Μπορούμε πάλι να πούμε:
«Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό,
κι αυτό ένα πήλινο πιάτο,
κι αυτό το ξεραμένο αίμα».
Μπορούμε να πούμε:
«Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα.
Να, αυτό λέγεται χαρά».
Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα
το μεγάλο βιβλίο των άστρων
και διαβάζουμε αργά, δυνατά,
ν’ ακούνε όλοι:
Η πατρίς της γεννήσεώς μου
είναι απ’ το Λιδορίκι
χωριό του Λιδορικού
ονομαζόμενον Αβορίτη.
Η πατρίς της γεννήσεώς μας
είναι ο κόσμος.
Πατρίδα μας είναι η αλήθεια.
Καλημέρα λοιπόν.
Καλημέρα.
Ο
Τίτος Πατρίκιος (Αθήνα, 1928) είναι Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και
μεταφραστής, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το 1946 ολοκλήρωσε τα
γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη
διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση,
στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944
καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του
ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του
θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία
1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια
εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole
Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του
Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην
Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε
ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο
καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη
Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος,
κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση
που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην
Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Η πρώτη του
εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη
δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό "Ξεκίνημα της Νιότης", ενώ
το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Χωματόδρομος".
Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού "Επιθεώρηση Τέχνης" από το 1954 δημοσίευσε
πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του
συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη
μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ,
Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα
κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του
μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά.
Το 1994 τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο
του έργου του. Το 2016 βραβεύτηκε με το Γαλλικό βραβείο ποίησης, για τη
δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του. "Στο οδόφραγμα του χρόνου". Το
Φεβρουάριο του 2020 έλαβε τα διάσημα του Αξιωματούχου του Τάγματος
Γραμμάτων και Τεχνών από τον πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα, Patrick
Maisonnave.