Άσε με να πιστεύω
Πως μπορούμε να κινήσουμε από δω
Όπου μασούμε τον ήλιο με τα δόντια μας
Και διώχνουμε το φως απ’ τα δωμάτιά μας ως να μας λησμονήσει.
Εδώ τα ξέρουμε και τα μισούμε όλα
Σαν τις χαρακιές του προσώπου μας
Και σαν τους τάφους τους οικογενειακούς
Όλο πικρή σοφία
Σαν την πανάρχαιη Καλημέρα
Χάρτινο χαμόγελο και προδοσία κι επιμονή.
*
Πως μπορούμε να κινήσουμε από δω
Όπου μασούμε τον ήλιο με τα δόντια μας
Και διώχνουμε το φως απ’ τα δωμάτιά μας ως να μας λησμονήσει.
Εδώ τα ξέρουμε και τα μισούμε όλα
Σαν τις χαρακιές του προσώπου μας
Και σαν τους τάφους τους οικογενειακούς
Όλο πικρή σοφία
Σαν την πανάρχαιη Καλημέρα
Χάρτινο χαμόγελο και προδοσία κι επιμονή.
*
Άσε με να πιστεύω
Πως πέρ’ από το σύρμα του ορίζοντα
Δε θα μας αγαπούν μήτε θα μας αρνιούνται,
Να πιστεύω
Πως υπάρχει αλλού ένα δέντρο
Άξιο για τα νεύρα του κεραυνού
Ένα μαχαίρι που δε γνώρισε σπλάχνα
Κι ένα ποτήρι μ’ απρόσιτα χείλη
Να πιούμε!
~
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)
Πως πέρ’ από το σύρμα του ορίζοντα
Δε θα μας αγαπούν μήτε θα μας αρνιούνται,
Να πιστεύω
Πως υπάρχει αλλού ένα δέντρο
Άξιο για τα νεύρα του κεραυνού
Ένα μαχαίρι που δε γνώρισε σπλάχνα
Κι ένα ποτήρι μ’ απρόσιτα χείλη
Να πιούμε!
~
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)
Τα ποιήματα 1946-1979 (Θεσσαλονίκη,
εκδ. Παρατηρητής, 1990)
Ο Πάνος Κ. Θασίτης (Μόλυβος Μυτηλήνης, 1923 - Θεσσαλονίκη, 2008) ήταν
ποιητής. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τα Μοσχονήσια της Μικράς
Ασίας. Το 1930 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Τελείωσε τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε
ως δικηγόρος. Είναι ποιητής που ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το
έργο του έχει σημείο αναφοράς τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό από τον
οποίο προέκυψε. Προβάλλει τις ανησυχίες μιας ποιητικής συνείδησης της
Αριστεράς που πονά για τα ιδανικά που δεν πραγματοποιήθηκαν. Την ποίησή
του συγκροτούν το πιεστικό ιστορικό βίωμα, ένας προγραμματικός
αντιλυρισμός, η δύναμη της εικόνας. Για τη συλλογή «Τα πράγματα» ο Αλ.
Αργυρίου έγραψε: «ποιητικό τοπίο χαοτικό, καταρτισμένο με ανθρώπινες
ύλες, που απορρίπτει ως περιττά: συναισθήματα, εφήμερες εντυπώσεις,
λυρικά ολισθήματα. Γραφή που γοητεύεται από το συγκεκριμένο. Τόνος
κατηγορηματικός». Η στιχουργική του είναι ελλειπτική από το 1960 κι
έπειτα, καθώς άρχισε να βλέπει τον κόσμο περισσότερο αφαιρετικά και με
μεγαλύτερη εσωστρέφεια. Ο Mario Vitti γράφει: «ξεκινά από μία πολιτική
πλευρά της ζωής για να καταλήξει σε πιο προσωπικές ανησυχίες. Και στη
δική του περίπτωση οι κριτικοί χρησιμοποίησαν όρους όπως 'ποίηση της
ύπαρξης', 'ποίηση του άγχους' Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την
κριτική της λογοτεχνίας. Είναι ο συντάκτης της πρώτης μελέτης
εφαρμοσμένου κριτικού λόγου για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με τίτλο
«Οδυσσέας Ελύτης (Η συνείδηση του ελληνικού μύθου)» το 1961. [Βιογραφία]