Φώναξα δυνατά στους ανθρώπους: «Θέλω να σταυρωθώ!»
Κι οι άνθρωποι είπαν: «Γιατί να πέσει επάνω μας το αίμα σου;»
Εγώ απάντησα: «Πως αλλιώς θα ανυψωθείτε, αν δεν σταυρώνετε τους τρελούς;»
Οι άνθρωποι με άκουσαν και με σταύρωσαν. Και η σταύρωση με ειρήνεψε.
Κι όταν κρεμάστηκα ανάμεσα ουρανό και γη, σήκωσαν τα κεφάλια τους να με ιδούν. Κι έτσι ανυψώθηκαν, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχαν σηκώσει τα κεφάλια τους.
Όμως, καθώς έτσι στέκονταν κοιτώντας με, ένας τους είπε: «Για ποιαν αιτία ζητάς να τιμωρηθείς;»
Ένας άλλος φώναξε: «Για ποιόν λόγο θυσιάζεις τον εαυτό σου;»
Ένας τρίτος ρώτησε: «Φαντάζεσαι πως με αυτό το τίμημα θα εξαγοράσεις την παγκόσμια δόξα;»
Κι ένας τέταρτος είπε: «Κοιτάξτε τον πως χαμογελάει! Μπορεί να συχωρεθεί τέτοια οδύνη;»
Τότε εγώ απάντησα σ’ όλους έτσι: «Να θυμάστε μόνο πως χαμογέλασα. Δεν τιμωρούμαι, ούτε θυσιάζομαι, ούτε επιδιώκω δόξα. Και τίποτα δεν έχω να συχωρέσω.Διψούσα και σας παρακάλεσα να μου δώσετε να πιώ το αίμα μου. Γιατί, με τι άλλο μπορεί να ξεδιψάσει ένας τρελός, εκτός από το ίδιο του το αίμα;
>>’Ήμουνα βουβός και ζήτησα από σας πληγές για να μιλήσω. Ήμουνα φυλακισμένος μέσα στις δικές σας μέρες και νύχτες, κι αναζήτησα μια πύλη που να με οδηγεί σε μεγαλύτερες μέρες και νύχτες.
>>Και τώρα φεύγω. Όπως έφυγαν κι άλλοι σταυρωμένοι πριν απ΄μένα. Και μη νομίζετε οτι μας καταπονεί ο σταυρός. Πρέπει να σταυρωνόμαστε απ΄όλο και περισσότερα πλήθη, ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη γη και σ’ ένα μεγαλύτερο ουρανό.»
Κι οι άνθρωποι είπαν: «Γιατί να πέσει επάνω μας το αίμα σου;»
Εγώ απάντησα: «Πως αλλιώς θα ανυψωθείτε, αν δεν σταυρώνετε τους τρελούς;»
Οι άνθρωποι με άκουσαν και με σταύρωσαν. Και η σταύρωση με ειρήνεψε.
Κι όταν κρεμάστηκα ανάμεσα ουρανό και γη, σήκωσαν τα κεφάλια τους να με ιδούν. Κι έτσι ανυψώθηκαν, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχαν σηκώσει τα κεφάλια τους.
Όμως, καθώς έτσι στέκονταν κοιτώντας με, ένας τους είπε: «Για ποιαν αιτία ζητάς να τιμωρηθείς;»
Ένας άλλος φώναξε: «Για ποιόν λόγο θυσιάζεις τον εαυτό σου;»
Ένας τρίτος ρώτησε: «Φαντάζεσαι πως με αυτό το τίμημα θα εξαγοράσεις την παγκόσμια δόξα;»
Κι ένας τέταρτος είπε: «Κοιτάξτε τον πως χαμογελάει! Μπορεί να συχωρεθεί τέτοια οδύνη;»
Τότε εγώ απάντησα σ’ όλους έτσι: «Να θυμάστε μόνο πως χαμογέλασα. Δεν τιμωρούμαι, ούτε θυσιάζομαι, ούτε επιδιώκω δόξα. Και τίποτα δεν έχω να συχωρέσω.Διψούσα και σας παρακάλεσα να μου δώσετε να πιώ το αίμα μου. Γιατί, με τι άλλο μπορεί να ξεδιψάσει ένας τρελός, εκτός από το ίδιο του το αίμα;
>>’Ήμουνα βουβός και ζήτησα από σας πληγές για να μιλήσω. Ήμουνα φυλακισμένος μέσα στις δικές σας μέρες και νύχτες, κι αναζήτησα μια πύλη που να με οδηγεί σε μεγαλύτερες μέρες και νύχτες.
>>Και τώρα φεύγω. Όπως έφυγαν κι άλλοι σταυρωμένοι πριν απ΄μένα. Και μη νομίζετε οτι μας καταπονεί ο σταυρός. Πρέπει να σταυρωνόμαστε απ΄όλο και περισσότερα πλήθη, ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη γη και σ’ ένα μεγαλύτερο ουρανό.»
~
από το βιβλίο Ο τρελός, 1918
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος,
που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο
Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών. Το 1895 η
οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες,
μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από
τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε
μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, λόγω
των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα
αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της
περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και
παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές
του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη
συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και
εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις
προσπάθειές του. Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη
Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια
μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία
για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για
δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης
πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν
είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι
γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την
πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης.
Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την
ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η
εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να
επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23
ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον
ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο
γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη
Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα
του. Τίτλοι βιβλίων