Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο...
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο...
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
~
Το ποίημα στηρίζεται σε μια απόκρυφη ευαγγελική παράδοση ( Άγραφον) για τον Ιησού και τους μαθητές του. Γράφτηκε στις ζοφερές μέρες της Γερμανικής Κατοχής.
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 1884 – Αθήνα, 1951) ήταν ένας από τους
μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα
της λαλιάς μας». Ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά
ποιητή. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο
γλωσσικό πλούτο. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από
νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς
ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία
Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Το 1902, δημοσίευσε
τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και
Παναθήναια. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο
Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις
19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου
που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών. [Βιογραφία]