Νομίζεις πως με ακουμπάνε
τα ευτελή
τα μικρά
τα φτηνά.
Νομίζεις πως ξοδευομαι
σε μικρότητες
σε γινατια
και σε ασήμαντα
φτωχά τετριμμένα
για να ταισω εναν
τα ευτελή
τα μικρά
τα φτηνά.
Νομίζεις πως ξοδευομαι
σε μικρότητες
σε γινατια
και σε ασήμαντα
φτωχά τετριμμένα
για να ταισω εναν
θνητό εγωισμό,
το ματαιο γοητρο μου.
Νομίζεις.
Δεν φταις.
Που δεν ενιωσες την ιδιαίτερη
φύση μου
δεν φταις εσύ,
είναι που παντα καλπαζα εγώ
στα μεγαλα,
στα βαρια,
σαν θεματοφυλακας
της ύπαρξης, λες,
να μαντευω
και να ανακαλυπτω
και να μυουμαι στα μέγιστα,
σαν αυτά που φέρουν
επανω τους τη μελαγχολία
της υψιστης γνωσης
και τη μοναξιά.
Τα ζησα όλα.
Και λαιμαργα
και ζηλοφθονα
και απόλυτα κτητικα,
και θυμωσα
και ζηλεψα
και μικρές,
ανωδυνες εκδικησεις
μαστορεψα
και μαγείρεψα ψεμματακια
και φιλεψα ματαιοπονιες
και ενοχές
και τύψεις λαθραιες,
και να μαι τώρα
αναμεσα σε παύσεις να μειδιω,
ξέροντας πως δεν είχε νόημα
τίποτα απο τούτα τα ανουσια,
να μαι τώρα,
περιτριγυρισμένη απο τον κόλαφο
του νοήματος να μετρω
ποσες δρασκελιες σμιλεψα
για να φτάσω στην πήλινη
αλήθεια μου,
αυτή που την φιλοτεχνησα
με ξεμασκαρεματα εκούσια
και οδυνηρά ψαχουλεματα,
την ψυχή μου.
Δεν φταις.
Που δεν την ψυχανεμιστηκες,
όχι, δεν φταις εσύ,
ήμουνα στον αντίποδα χρόνια,
να τρεφομαι με αϋλη γαλήνη
και να πορευομαι με υπερανω
πληγές,
σαν αυτές που απαιτεί
μια νεράιδα στην λίμνη
εντος της,
οι άνθρωποι και τα πάθη τους
μου ήτανε γνωριμοι
μα πια δεν με αγγιζανε,
χαμογελουσα στη θεα
των ανταγωνισμών
των αλληλοκατηγοριών
και των αντιποίνων,
βαρυγκομουσα στη λοιδωρια,
αδιαφορουσα για τους
κακεντρεχεις ψιθύρους
που στερούσαν κάθε ικμάδα
απο το αίμα.
Γιατί ήξερα.
Πως καταποντιζεσαι
μονάχα στα ναυάγια
που συναινεις,
πως διαλυεσαι όταν
στεγνωνεις
κι εγώ ακόμα είχα χυμούς,
το ηξερα πια,
πως ακυρωνεσαι
μονάχα όταν δίνεις τα κομματια σου
κομματι κομματι βορά στα θερια
των σκοτεινών εαυτών,
πια δεν με αφορούσε τι έλεγαν
τι έπρατταν
τι πίστευαν οι αλλοι,
η ψυχή μου μου ανήκε,
τη φόρεσα κατασαρκα
και διαβαιναμε πια
σαν αερικα.
Εγώ κι η ψυχή μου
να μην ξεχαστουμε, ακούς,
να μην υποταχτουμε στο πληθος,
να μη σκορπιστουμε,
γιατί παντα παραμονευει
το " απολεσθέν ".