Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν τώρα είμαι ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε.
Αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δε μ’ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια.
Δεν είναι ότι μ’έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι-
Ούτε ότι μ’ άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό πάλι, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας ή των αστεριών.
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα: ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στο λευκό υατό του χειμώνα –
Όπως οι γείτονές μου, δεν μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάκτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη,
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρο
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ’τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες τον χιτώνα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
Αν τώρα είμαι ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε.
Αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δε μ’ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια.
Δεν είναι ότι μ’έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι-
Ούτε ότι μ’ άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό πάλι, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας ή των αστεριών.
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα: ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στο λευκό υατό του χειμώνα –
Όπως οι γείτονές μου, δεν μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάκτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη,
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρο
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ’τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες τον χιτώνα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
LOVE LETTER
Not easy to state the change you made.
If I’m alive now, then I was dead,
Though, like a stone, unbothered by it,
Staying put according to habit.
You didn’t just tow me an inch, no-
Nor leave me to set my small bald eye
Skyward again, without hope, of course,
Of apprehending blueness, or stars.
That wasn’t it. I slept, say: a snake
Masked among black rocks as a black rock
In the white hiatus of winter-
Like my neighbors, taking no pleasure
In the million perfectly-chisled
Cheeks alighting each moment to melt
My cheeks of basalt. They turned to tears,
Angels weeping over dull natures,
But didn’t convince me. Those tears froze.
Each dead head had a visor of ice.
And I slept on like a bent finger.
The first thing I was was sheer air
And the locked drops rising in dew
Limpid as spirits. Many stones lay
Dense and expressionless round about.
I didn’t know what to make of it.
I shone, mice-scaled, and unfolded
To pour myself out like a fluid
Among bird feet and the stems of plants.
I wasn’t fooled. I knew you at once.
Tree and stone glittered, without shadows.
My finger-length grew lucent as glass.
I started to bud like a March twig:
An arm and a leg, and arm, a leg.
From stone to cloud, so I ascended.
Now I resemble a sort of god
Floating through the air in my soul-shift
Pure as a pane of ice. It’s a gift.