O Νίκος Τσιφόρος ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στις 27 Αυγούστου του 1909, από εύπορους γονείς, o πατέρας του είχε επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Αίγυπτο. Δύο χρόνια μετά την γέννηση του Νίκου η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Νίκος από μικρός έγραφε ιστορίες ενώ συγχρόνως σπούδασε νομική. Εργάστηκε για 2 χρόνια στο Ελεγκτικό συνέδριο ως δικηγόρος κι ύστερα παραιτήθηκε για να μπαρκάρει αναζητώντας την περιπέτεια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επαγγέλματα αντλώντας εμπειρίες συναναστρεφόμενος διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ενώ την ίδια ώρα δεν σταματούσε να γράφει, ιστορίες, άρθρα, σενάρια, θεατρικά έργα. Σταδιακά ξεκίνησε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά όπως Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος, Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος. Το 1944 ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη ανέβασε το θεατρικό έργο του, «Η Πινακοθήκη Των Ηλιθίων» που αμέσως έγινε μεγάλη επιτυχία.
Τα επόμενα χρόνια θα γράψει περισσότερα από 40 θεατρικά έργα και 80 σενάρια για τον κινηματογράφο, ενδεικτικά: «Ο Κύριος Που Ξέρει Τις Γυναίκες», «Ο Καλός Μας Άγγελος», «Η Κυρία Του Κυρίου», «Ο Χρυσός Κι Ο Τενεκές», «Το Κοροϊδάκι Της Δεσποινίδος», «Ο Τελευταίος Τίμιος», «Το Έξυπνο Πουλί», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός», «Οι Γαμπροί Της Ευτυχίας», «Αγάπη Μου Παλιόγρια», «Η Ωραία Των Αθηνών», «Ο Θησαυρός Του Μακαρίτη», «Έλα Στο Θείο», «Αχ! Αυτή Η Γυναίκα Μου», «Μια τρελή οικογένεια», «η Ιταλίδα από την Κυψέλη». Πολλά από τα θεατρικά έργα τα έγραψε μαζί με τον Πολύβιο Βασιλειάδη με τον οποίο αποτέλεσε ένα ασύγκριτο θεατρικό δίδυμο. Συγχρόνως έγραψε και δεκάδες βιβλία όπως: «Τα Παιδιά Της Πιάτσας», «Τα Παλιόπαιδα Τα Ατίθασα», «Εμείς Κι Οι Φράγκοι», «Σταυροφορίες», «Ελληνική Μυθολογία», «Ρεμάλια Ήρωες» κ.α. Στις ιστορίες του θα υπερασπιστεί το λούμπεν στοιχείο αναδεικνύοντας ότι το περιθώριο της εποχής έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο συναισθημάτων από τους νεόπλουτους μικροαστούς. Ήταν ευρυμαθής, πολύγλωσσος, λάτρης του υποκόσμου και της καλής ζωής.
Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Πέρασε μια περίοδο απογοήτευσης και πόνου, έκανε εγχειρήσεις, αναπτερώθηκαν για λίγο οι ελπίδες του, προέκυψαν μεταστάσεις, υπέστη νέες εγχειρήσεις, πέρασε τελικά 5 δύσκολα χρόνια με πόνο και ταλαιπωρία, χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει. Έφυγε για την αιωνιότητα του τίποτε, στις 6 Αυγούστου του 1970. Πηγή
Τα επόμενα χρόνια θα γράψει περισσότερα από 40 θεατρικά έργα και 80 σενάρια για τον κινηματογράφο, ενδεικτικά: «Ο Κύριος Που Ξέρει Τις Γυναίκες», «Ο Καλός Μας Άγγελος», «Η Κυρία Του Κυρίου», «Ο Χρυσός Κι Ο Τενεκές», «Το Κοροϊδάκι Της Δεσποινίδος», «Ο Τελευταίος Τίμιος», «Το Έξυπνο Πουλί», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός», «Οι Γαμπροί Της Ευτυχίας», «Αγάπη Μου Παλιόγρια», «Η Ωραία Των Αθηνών», «Ο Θησαυρός Του Μακαρίτη», «Έλα Στο Θείο», «Αχ! Αυτή Η Γυναίκα Μου», «Μια τρελή οικογένεια», «η Ιταλίδα από την Κυψέλη». Πολλά από τα θεατρικά έργα τα έγραψε μαζί με τον Πολύβιο Βασιλειάδη με τον οποίο αποτέλεσε ένα ασύγκριτο θεατρικό δίδυμο. Συγχρόνως έγραψε και δεκάδες βιβλία όπως: «Τα Παιδιά Της Πιάτσας», «Τα Παλιόπαιδα Τα Ατίθασα», «Εμείς Κι Οι Φράγκοι», «Σταυροφορίες», «Ελληνική Μυθολογία», «Ρεμάλια Ήρωες» κ.α. Στις ιστορίες του θα υπερασπιστεί το λούμπεν στοιχείο αναδεικνύοντας ότι το περιθώριο της εποχής έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο συναισθημάτων από τους νεόπλουτους μικροαστούς. Ήταν ευρυμαθής, πολύγλωσσος, λάτρης του υποκόσμου και της καλής ζωής.
[Οι άνθρωποι; Κοστούμια αλλάζουμε, λάμπες αλλάζουμε, ξυριστικές μηχανές αλλάζουμε… Μυαλά δεν αλλάζουμε]
Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Πέρασε μια περίοδο απογοήτευσης και πόνου, έκανε εγχειρήσεις, αναπτερώθηκαν για λίγο οι ελπίδες του, προέκυψαν μεταστάσεις, υπέστη νέες εγχειρήσεις, πέρασε τελικά 5 δύσκολα χρόνια με πόνο και ταλαιπωρία, χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει. Έφυγε για την αιωνιότητα του τίποτε, στις 6 Αυγούστου του 1970. Πηγή