Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι
για μερικούς φωνακλάδες
και γι’ άλλους πολυεδρικοί
σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας
και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους
απ’ τα δέντρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια
κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.
Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ
σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,
μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,
εσύ, εγώ
μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.
Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,
σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,
μη ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους
κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο
πίσω από ’να δίτροχο
εγώ, που μου πήρανε τη Βρισηίδα.
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα μου
πες για το τίποτα, στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να ιδώ που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαε τα ίσα πάνου·
μόνο σαν ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.
~
από τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων, 1978
Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Άγρα.
Πηγή
για μερικούς φωνακλάδες
και γι’ άλλους πολυεδρικοί
σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας
και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους
απ’ τα δέντρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια
κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.
Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ
σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,
μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,
εσύ, εγώ
μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.
Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,
σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,
μη ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους
κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο
πίσω από ’να δίτροχο
εγώ, που μου πήρανε τη Βρισηίδα.
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα μου
πες για το τίποτα, στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να ιδώ που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαε τα ίσα πάνου·
μόνο σαν ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.
~
από τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων, 1978
Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Άγρα.
Πηγή
Ο Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη,
Πειραιάς, 1920 - Αθήνα 2010) ήταν Έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής.
Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εμφανίστηκε στα γράμματα το
1943 εκδίδοντας την ποιητική συλλογή "Φούγκα". Στα χρόνια που
μεσολάβησαν έως το δεύτερο έργο του ("Διασπορά", 1961) βίωσε την
εμπειρία της εποχής: συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ,
φυλακίστηκε και εξορίστηκε στα χρόνια του Εμφυλίου. Τα ποιήματα του
Έκτορα Κακναβάτου συνδυάζουν με ιδιοφυή τρόπο τον υπερρεαλισμό με την
πολιτική ποίηση, με έντονες επιρροές από τα μαθηματικά και τις θεωρίες
του χάους. Το ποιητικό έργο του υπήρξε συνεχές και αμετακίνητο στις
προθέσεις του. Εξέδωσε τις συλλογές: "Φούγκα" (1943), "Διασπορά" (1961),
"Η κλίμακα του λίθου" (1977), "Τετραψήφιο" (1971), "Τετραψήφιο με την
έβδομη χορδή" (1972), "Διήγηση" (1974), "Οδός Λαιστρυγόνων" (1978), "Τα
μαχαίρια της Κίρκης" (1981), "Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της
πολιτείας" (1981), "In Perpetuum" (1983) "Κιβώτιο ταχυτήτων" (1987), οι
οποίες συγκεντρώθηκαν σε δύο τόμους, το 1990, από τις εκδόσεις 'Αγρα
("Ποιήματα 1943-1974" και "Ποιήματα 1978-1987"), και επανεκδόθηκαν σε
ενιαίο τόμο τον Ιούλιο του 2010, "Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του
Μυστρός" (1995), "Χαοτικά Ι" (1997), "Ακαρεί" (2001), "Υψικαμινίζουσες
νεοπλασίες" (2001) και "Στα πρόσω ιαχής" (2005), και τον τόμο δοκιμίων
"Βραχέα και μακρά: Για την ποίηση: γλώσσα και λόγος" (2005).