Στὴν χώρα τὴν ὀνειρευτὴ ποὺ ζοῦσα βασιλιάς,
Σ᾿ ἀγνάντεψα βασίλισσα μπροστά μου νὰ περνᾶς.
Μὰ πρὶν προφτάσω ἴσα μ᾿ ἐσὲ νὰ φτάσω, ἀλλοίμονό μου!
Καὶ τότε τῶν προγόνω μου πετώντας τὴν πορφύρα,
Δάση, βουνά, ζητώντάς σε, καὶ κάθε στράτα πῆρα,
Καὶ ἱερωμένους ρώτησα καὶ μαντολόγων πλήθη.
῾μερόνυχτα ὅλο σ᾿ ἔκραζα. Κανεὶς δὲ μ᾿ ἀποκρίθη.
Γιὰ νὰ μπορέσω πιὸ καλὰ νὰ ψάξω ἀπάνου, χάμου,
Γῆ κι οὐρανό, τὴν ἄφησα καὶ τὴν κληρονομιά μου,
Καὶ τράβηξα προσκυνητὴς μακριὰ μακριὰ στὰ ξένα.
Καὶ τώρα ἐγὼ πού, ἀφορισμένος, λείψανο, ρημάδι,
Τοῦ Χάρου διάτα καρτερῶ νὰ κατεβῶ στὸν Ἅδη,
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 27 1943) ήταν ποιητής,
πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της
λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με
σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής
ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880,
πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της
αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Η κηδεία του έμεινε
ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες
κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο
Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται
ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. [Βιογραφία]