Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια
ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν
Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο
νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο
μέσα στὴ νύχτα. Ἀλλὰ τὸ φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε
καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε
ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ
καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν.
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια.