[8, πρωί]
Σ’ ανοίγματα φωταδερά οι πρωινές ελπίδες
ξεχνάνε τους θανάτους.
Κανένας πεθαμός των γελασμένων.
Και γίνεται το δούλεμα της δράσης.
Όλα βαλμένα στους ορίζοντες πού κάνουμε μαζί της,
κοντά μας κρατημένους.
[Μεσημέρι]
Κοπάδι. Μαζεμένοι για την ανάγκη του φαγιού.
Τα μάτια διψασμένα
κοιτάζουν τις αξίες τους κατάμουτρα,
και τις σκεπάζουν με την τέχνη τους
να μη φανούνε τιποτένιες.
Μά έτσι δείχνεται πιό άσχημη του ζώου η αλήθεια.
Θα ‘ταν καλύτερα ολόγυμνοι.
Κάποιος νομίζει: Είμαι.
Και τρέμει στο γκαρσόνι,
σάν τον πρωτόπειρο πελάτη ενός σπιτιού…
Είναι μονάχος και δεν είχε πιεί ορεκτικό.
Το σώμα του, τα μέταλλα, τα μάτια τους, τα πιάτα,
λένε πώς ούτε κανείς τους, ούτ’ αυτός
εζήσανε ποτέ τους πρωινά.
Όλοι οι θάνατοι πιθανοί
[2 μ.μ.]
Ξεμυτισμένη από παντού η άθελη δουλειά.
Σά να την πρωτοβλέπει.
Είναι γεμάτη η πόλη. Και πιο πολύ.
Οι πεθαμένοι απλώνουνε το βρώμικο κουρέλιασμα.
Τρομάρες.
Κανείς δεν τους παλεύει.
Μονάχα κάτι πονηριές,
κι αυτές σακατεμένες.
Ό,τι κι αν γίνεται, σα γέλιο βιασμένο.
Είν’ ο χορός της ξεγδυμένης ασχημιάς
μέσα στην τόση νέκρα την κινούμενη.
Κανένα μέρος να κρυφτεί.
[6 μ.μ.]
Θα βγούνε.
Πάντα σίγουρα.
Όλες οι μάχες σταματάνε.
Λευτερωμένες ξεπετιώνται,
κάθε μιά, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.
Ειν’ οι ψυχές του δειλινού.
Και λίγο λίγο ανάβουνε στο φούντωμα του γέλιου.
Στού πόνου το καμίνι.
Κοντά τους όλοι οι πεθαμένοι.
[8, Βράδυ]
Ειν’ οι μικρές ψυχές.
Σαν τις πρωτόβγαλτες κοπέλες.
Τους δίνουνε οι θάνατοι στολίδια πού αστράφτουνε
κάτω απ’ το φως της νύχτας.
Παραδομένες σέρνονται..
Σωριάζονται απ’ την τύφλωση της κούρασης.
Χάνοντ’ οι θάνατοι, κι αυτές.
[3, πρωί]
Γιατ’ είν’η ώρα πού θα βγούνε οι μεγάλες οι ζωές,
οι άγνωστες.
Αυτές που καρτερούν αμίλητες τον ερχομό του ήλιου.
Αυτές δε γνώριζαν ψυχές, ούτε θανάτους.
Μαζί τους όποιος έμεινε μιά μόνη του φορά,
δέν ξέρει έπειτα πότε να θέλει τη ζωή του,
ανάμεσα στους άλλους,
ποιά ώρα να μήν είναι.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.
Σ’ ανοίγματα φωταδερά οι πρωινές ελπίδες
ξεχνάνε τους θανάτους.
Κανένας πεθαμός των γελασμένων.
Και γίνεται το δούλεμα της δράσης.
Όλα βαλμένα στους ορίζοντες πού κάνουμε μαζί της,
κοντά μας κρατημένους.
[Μεσημέρι]
Κοπάδι. Μαζεμένοι για την ανάγκη του φαγιού.
Τα μάτια διψασμένα
κοιτάζουν τις αξίες τους κατάμουτρα,
και τις σκεπάζουν με την τέχνη τους
να μη φανούνε τιποτένιες.
Μά έτσι δείχνεται πιό άσχημη του ζώου η αλήθεια.
Θα ‘ταν καλύτερα ολόγυμνοι.
Κάποιος νομίζει: Είμαι.
Και τρέμει στο γκαρσόνι,
σάν τον πρωτόπειρο πελάτη ενός σπιτιού…
Είναι μονάχος και δεν είχε πιεί ορεκτικό.
Το σώμα του, τα μέταλλα, τα μάτια τους, τα πιάτα,
λένε πώς ούτε κανείς τους, ούτ’ αυτός
εζήσανε ποτέ τους πρωινά.
Όλοι οι θάνατοι πιθανοί
[2 μ.μ.]
Ξεμυτισμένη από παντού η άθελη δουλειά.
Σά να την πρωτοβλέπει.
Είναι γεμάτη η πόλη. Και πιο πολύ.
Οι πεθαμένοι απλώνουνε το βρώμικο κουρέλιασμα.
Τρομάρες.
Κανείς δεν τους παλεύει.
Μονάχα κάτι πονηριές,
κι αυτές σακατεμένες.
Ό,τι κι αν γίνεται, σα γέλιο βιασμένο.
Είν’ ο χορός της ξεγδυμένης ασχημιάς
μέσα στην τόση νέκρα την κινούμενη.
Κανένα μέρος να κρυφτεί.
[6 μ.μ.]
Θα βγούνε.
Πάντα σίγουρα.
Όλες οι μάχες σταματάνε.
Λευτερωμένες ξεπετιώνται,
κάθε μιά, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.
Ειν’ οι ψυχές του δειλινού.
Και λίγο λίγο ανάβουνε στο φούντωμα του γέλιου.
Στού πόνου το καμίνι.
Κοντά τους όλοι οι πεθαμένοι.
[8, Βράδυ]
Ειν’ οι μικρές ψυχές.
Σαν τις πρωτόβγαλτες κοπέλες.
Τους δίνουνε οι θάνατοι στολίδια πού αστράφτουνε
κάτω απ’ το φως της νύχτας.
Παραδομένες σέρνονται..
Σωριάζονται απ’ την τύφλωση της κούρασης.
Χάνοντ’ οι θάνατοι, κι αυτές.
[3, πρωί]
Γιατ’ είν’η ώρα πού θα βγούνε οι μεγάλες οι ζωές,
οι άγνωστες.
Αυτές που καρτερούν αμίλητες τον ερχομό του ήλιου.
Αυτές δε γνώριζαν ψυχές, ούτε θανάτους.
Μαζί τους όποιος έμεινε μιά μόνη του φορά,
δέν ξέρει έπειτα πότε να θέλει τη ζωή του,
ανάμεσα στους άλλους,
ποιά ώρα να μήν είναι.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.