Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 1925 – Αθήνα, 2005) ήταν ποιητής
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη
Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική
του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ
το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε
στα γράμματα νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό "Πειραϊκά
Γράμματα" (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό "Ξεκίνημα" (1944). Του
τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15
Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα
και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην
εφημερίδα "Αυγή", με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά.
Εξέδωσε το περιοδικό "Κριτική" (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος
της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοχτώ κειμένων" (1970), των "Νέων κειμένων"
και του περιοδικού "Η συνέχεια" (1973). Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα
και δοκίμια: "Εποχές", 1945, "Εποχές 2", 1948, "Εποχές 3", 1951, "Η
συνέχεια", 1954, "Τα ποιήματα 1941-1956" (συγκεντρωτική έκδοση των
τεσσάρων πρώτων ποιητικών συλλογών, μαζί με τις "Παρενθέσεις" και το "Η
συνέχεια 2"), 1956, "Η συνέχεια 3", 1962, "Υπέρ και κατά", 1965, "Τα
ποιήματα", 1971 (συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων ποιητικών
συλλογών καθώς και του "Στόχου", που ένα μέρος του περιλήφθηκε στα
"Δεκαοχτώ κείμενα"), "Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα", 1978, "Το
περιθώριο '68-'69", 1979, "Μανούσος Φάσσης: παιδική μούσα", 1980, "ΥΓ.",
1992, "Τα συμπληρωματικά", 1985, "Μανούσος Φάσσης: ο κατήφορος", 1986,
"Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα
κριτικής προσέγγισης", 1987, "Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας άλλης εποχής
στους παλιούς ρυθμούς-μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη",
1990. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά,
ιταλικά και μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η
Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην
Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005. [Βιογραφία]