Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Μπενζαμέν Περέ (Benjamin Péret), «Ερείπια: Ερείπιο Ερειπίων»

Κυνηγημένος από χιλιάδες φαντάσματα που τον τρομοκρατούν, ο άνθρωπος βγαίνει ουρλιάζοντας από έναν πύργο αλησμόνητου σκότους, ο οποίος θα τον καταδιώκει σε όλη του τη ζωή, έως ότου τον κλείσουν, νεκρό, σ’ έναν άλλο πύργο, σ’ ένα σκιάχτρο γελοίο φτιαγμένο στα μέτρα του σκουληκιού που το ροκανίζει.

Κι ορίστε ο άνθρωπος, φάντασμα του εαυτού του, και πύργος συνάμα, να τον επισκέπτεται το φάντασμά του. Όσο μακριά κι αν τον ξαναβρούμε, όσο νέο κι αν τον δούμε, η επιθυμία του πάντα παίρνει την όψη ενός πύργου: μιας σπηλιάς, για την οποία πάλεψαν οι αρκούδες, ή μιας μικροσκοπικής κατασκευής, η οποία ελάχιστα μένει στη μνήμη σαν την αντανάκλαση του χαλαζία.

Κάποιοι Ινδιάνοι τρωγλοδύτες από το Νέο Μεξικό κατασκευάζουν κούκλες που τα κεφάλια τους έχουν το περίγραμμα ενός κάστρου, ουδέποτε το γνώρισαν, κι ούτε ποτέ θα το γνωρίσουν.

Ο άνθρωπος φθονεί τη βουβή ευτυχία του στρειδιού και του σαλιγκαριού. Προσβλέπει – αν είναι αξιοθρήνητος αστός – στη θλιβερή βίλλα του προαστίου· αν είναι νομάδας, στην καλύβα· κι αν είναι καλλιτέχνης, σε κάποιο βελούδινο ερείπιο, να το διεκδικήσει πρέπει απ’ τα αγριόχορτα και τ’ αρπαχτικά πουλιά, κι ίσως το μεταφυτεύσει στην ακίνητη περιουσία του, αν τύχει κι αποκτήσει λεφτά πουλώντας λουκάνικα.

Ο άνθρωπος όστρακο δεν βλέπει απ’ τη ζωή παρά μόνο ένα ερείπιο, εκεί κρύβεται το ζώο που ο ίδιος δεν θέλει να παραδεχθεί πως είναι τ’ απομεινάρι του. Αλλά το ζώο έχει μεταμορφωθεί. Από τίγρης έγινε λύκος, κι ο λύκος μεταλλάχθηκε σε σκύλο ξανά και ξανά. Ο σκύλος με καταγωγή σκύλου δύσκολα αναγνωρίζει πια τα ερείπια του λύκου μέσα του, αλλά κι αυτά της τίγρης δεν του είναι παρά ίχνη στην άμμο, κι έχει λησμονίσει τα ερείπια τούτης της άμμου, όλα μέσα του είναι ευτελισμένες εικόνες πραγμάτων που αγνοεί.

Αυτό το άθλιο ζώο, ο άνθρωπος, δεν έχει άλλη ψυχή παρά τις φαντασιώσεις της παιδικής του ηλικίας, όσες εν αγνοία του θα τον καταδιώκουν σε όλη του τη ζωή. Τίποτα από αυτή την παιδική ηλικία δεν είναι για πέταμα, εκτός αν μιλάμε για έναν άνθρωπο που ‘χει ο ίδιος απαξιωθεί· τίποτα από τη συλλογική παιδική ηλικία δεν είναι για πέταμα, εκτός αν μιλάμε για κοινωνίες που έχουν απαξιωθεί, όσες δοξάζουν την παιδική ηλικία για να την απαξιώσουν ακόμη περισσότερο. Ο Μουσολίνι δοξάζει την αρχαία Ρώμη, παρά το γεγονός ότι οι πράξεις του εναντιώνονται στην πρόοδο που η Ρώμη προσέφερε στον κόσμο. Ο Στάλιν προσπαθεί να βγάλει από τον Λένιν ένα νεκρό ερείπιο, για να τον προδώσει καλύτερα. Τα ίδια γίνονται παντού. Τα ερείπια απαξιώθηκαν από ανθρώπους που η ζωή τους πια δεν είναι παρά ένα ερείπιο, κι αυτό δεν το συντηρεί παρά η ανάμνηση ενός φαντάσματος.

Το ερείπιο δεν διαθέτει καμιά λάμψη ισχυρή σαν θειάφι, εκτός κι αν αμέσως έχει προηγηθεί μια ζωή πραγματική, τότε το ερείπιο την προεκτείνει μες στην επικράτεια του θρύλου, ώσπου κι αυτή η επιβίωση ξεθωριάζει με τη σειρά της, αδύναμη ν’ ακούσει τον εαυτό της ν’ αντηχεί στην ανθρώπινη ευαισθησία. Η κλασική λογοτεχνία εξιδανίκευσε μια αρχαία κοινωνία που είχε προ πολλού αφανιστεί. Οι γάλλοι ρομαντικοί και οι άγγλοι προρομαντικοί δεν άφησαν να παρέλθει τόσος καιρός. Μόλις το φεουδαρχικό καθεστώς κατέρρευσε, οι ποιητές κινητοποιήθηκαν στο θέαμα ενός παρελθόντος που μόλις χάθηκε για πάντα. O κομμένος λαιμός του βασιλιά συμβόλιζε την καρατόμηση μιας κοινωνίας, αλλά την ίδια στιγμή άφηνε να ρέουν ποτάμια μιας φωσφορίζουσας μελάνης, κι οι ποιητές την συνέλεξαν ευλαβικά.

Τα προϊστορικά σπήλαια είναι απολιθώματα ερειπωμένων πύργων που ξανάγιναν πύργοι, επειδή εκκρεμούσε ανικανοποίητη η επιθυμία των παλαιών ιδιοκτητών τους, και χάρις στην αχαλίνωτη φαντασία της φύσης, η οποία φώτισε κάποτε τους ερειπωμένους πύργους, αν δεν τους εποίκησε κιόλας με σταλακτίτες, με φαντάσματα φαντασμάτων και με αόρατες παγωμένες νεράϊδες φερμένες από ένα αρκτικό παλάτι, οι αφαιματωμένοι δαίμονες των σταλακτιτών τις απειλούν πότε πότε με τα ορθάνοιχτα στόματά τους, με τις γροθιές τους ή με τ’ ακόντιά τους, διαγράφοντας το σχήμα μιας αέναης επιστροφής.

Τα αρχαία ερείπια είναι σαρκοφάγοι δίχως μούμιες μιας κοινωνίας χωρίς συναισθηματική επαφή με τη δική μας κοινωνία – γιατί η σκόνη της αρχαίας κοινωνίας έχει διασκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – , τα αρχαία ερείπια δεν προσφέρουν παρά μερικά «ενθάδε κείται» για να διαλογίζονται οι νεκρόφιλοι. Πολύ νέα είναι τα ερείπια αυτά για ν’ αποκαλύψουν ένα αυθεντικό ανθρώπινο μυστήριο, και πολύ παλαιά για να συμμετάσχουν στη ζωή της φύσης, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ανατομικά κομμάτια που συντηρούνται μες στο αφύσικο οινόπνευμα των μουσείων, σκελετοί συναρμολογημένοι από τον ομφαλό, όπου κατάλοιπα κάρβουνου μαρτυρούν την παλαιότερη ύπαρξη ενός δάσους.

Το ένα ερείπιο αποδιώχνει τ’ άλλο, που το ‘χε μπρος του, και το σκοτώνει. Από τις γκρεμισμένες οχυρώσεις των φεουδαρχών ρέει μια παχιά λάβα, για πάντα καταπνίγει τις αρένες και τ’ άλλα ρωμαϊκά τσίρκα.

Μες στο λιοπύρι η λάμψη μιας πανοπλίας απομένει μόνη να μετεωρίζεται πάνω από τις τάφρους, εν τω μεταξύ οι κατασκευές της αρχαιότητας – τα φαντάσματα τις έχουν εγκαταλείψει, τέλειωσε η αποστολή τους– έχουν γίνει Σαχάρες από ταφόπλακες, κι οι αποξηραμένοι τους λέοντες διακοσμούν τα χαλιά στα γαμήλια δώματα φαρμακοποιών.

Τι απομένει από τον Μεσαίωνα – εκτός από εκκλησίες εξωραϊσμένες χάρις στη χλόη, η οποία καλύπτει τα ίχνη της πυρκαγιάς και τις στάχτες των ιερέων που χάθηκαν μαζί τους; Aπομένουν οι πύργοι, αγριόχορτα ροκάνισαν τις πολεμίστρες, τα φαντάσματα φόρεσαν πανοπλίες, ασθμαίνοντας γκρέμισαν τις σάλες ζητώντας, επί ματαίω, να ταφούν στα χαλάσματά τους· απομένουν παιδικές αναμνήσεις της γιαγιάς, έζησε στον ήλιο με τις νεράϊδες και, ριγώντας έντρομη, ξέφυγε απ’ τα βαμπίρ μες στο έρεβος του υπόγειου κόσμου τους.

Οι απωθητικές Βερσαλλίες είναι ανίκανες να δημιουργήσουν ερείπια, γιατί είναι άδειες από φαντάσματα και δεν μπορούν να τα φτιάξουν. Οι Βερσαλλίες εναντιώνονται στον ερειπιώνα του Μεσαίωνα, όπως ο καταρράκτης στέκει απέναντι στον κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό. Είναι θανάσιμοι εχθροί, γιατί από τον καταρράκτη προκύπτει ο ηλεκτρικός σταθμός που τον σκοτώνει! Οι Βερσαλλίες δεν είναι παρά το διεφθαρμένο παράγωγο της εκφυλισμένης φεουδαρχικής κοινωνίας, κι είναι ήδη καταφαγωμένο από την κοινωνία που έρχεται, ενώ ο ερειπιώνας του Μεσαίωνα ηρεμεί μες στη χαραυγή της άνοιξης. Ο έρως-πάθος, αυτός ο εχθρός όλων των καταναγκασμών που προκαλούν η οικογένεια κι οι θρησκείες, ο έρως-πάθος που αναστατώνει τον γάμο γεννήθηκε στα χαλάσματα των πύργων, ενώ οι Βερσαλλίες δεν βγάλανε παρά τις φιλοφρονήσεις γέρων δίχως πάθος, την φθίση κάθε έρωτα.

Μα η εποχή αυτή έζησε ό,τι ήταν να ζήσει. Από τους γέρους μένει μόνον η ανάμνηση της άνοιάς τους, κι απ’ τα παιδιά η ανάμνηση της αθωότητας και των παιχνιδιών τους. Οι Βερσαλλίες της φεουδαρχικής κατάρρευσης πέφτουν και καταχώνονται στη γη, απ’όπου ποτέ δεν θα ‘πρεπε να βγούν, ελευθερώνεται ο ορίζοντας που ως τώρα συμπιεζόταν στις επάλξεις, ο έρωτας διέφευγε απ’ τις πολεμίστρες. Ο κόσμος που θα γεννιόταν τότε, οι Βερσαλλίες πεταμένες στον κοινό λάκκο, σύντομα κι αυτός θ’ αφανιστεί με τη σειρά του. Ποια ερείπια θ’ αφήσει στην έξαρση των ποιητών μιας άλλης εποχής; Όχι τις εκκλησίες, όσες στο παρελθόν επέζησαν μόνον ως συμπλήρωμα των φυλακών, ούτε τις τράπεζες, χωρίς τις οποίες δεν θα είχαν επιβιώσει οι δύο πρώτες. Αλλ’ ίσως ξαναβρεί κανείς μια μέρα το γιγάντιο απολίθωμα ενός μοναδικού ζώου, έστω κι αν η ανάμνησή του έχει ξεθωριάσει από τη μνήμη των ανθρώπων, τον πύργο του Άιφελ. Κι ίσως κάποιος μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός, ερημωμένος από καιρό, να δει τις σιδηροτροχιές του καλυμμένες με αγριολούλουδα, και τους λαγούς ν’ αγνοούν τα σκυλιά και ν’αναζητούν καταφύγιο σε κάποιο εγκαταλειμμένο γκισέ· κι ίσως, ακόμη, ο υπόγειος ποταμός Grange-Batelière, [1] ανακτώντας τη φύση του, να διασχίσει την Όπερα από τα ενδότερα ως την είσοδο, περιχαρακωμένος από νεροκάρδαμα, και ίριδες, ολόγιομος φωτοσκιάσεις από αλκυόνες. Κι ο περαστικός που θα βαδίζει κατά μήκος του ποταμού αναζητώντας ένα πέρασμα, θα σταθεί μπροστά στο ερείπιο τούτο που προβάλλει εξαγριωμένο με βάτους αγκαθωτούς και τιτιβίσματα πουλιών, θα θυμηθεί ότι άλλοτε παίζανε εδώ βλακείες για κομψοντυμένους νεκρούς, και θα πει:

«Τι όμορφη άνοιξη, η Όπερα είναι ανθισμένη. Ποτέ δεν ήταν έτσι!»
~
σε μετάφραση του Νικήτα Σινιόσογλου και του Αλέξανδρου Σινιόσογλου
 

[1] Σύμφωνα με έναν σύγχρονο μύθο, ο υπογειοποιημένος ποταμός Grange-Batelière περνά ακριβώς κάτω από την Όπερα του Παρισιού.
πηγή

Ο Benjamin Péret γεννήθηκε το 1899 στο Rezé της Δυτικής Γαλλίας. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, αλλά, σύντομα, διέκοψε τη φοίτησή του και κατετάγη στο γαλλικό στρατό. Έγινε μέλος του καλλιτεχνικού ρεύματος του ντανταϊσμού, από το οποίο αποχώρησε, λίγο αργότερα, για να συμμετάσχει στην ίδρυση του κινήματος του σουρεαλισμού. Το 1921 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Le Passager du transtlantique. Υπήρξε συνιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού La Révolution Surréaliste. Το 1925 προσχώρησε στο γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1929 μετανάστευσε στη Βραζιλία, απ’ όπου απελάθηκε, δύο χρόνια αργότερα, λόγω της συμμετοχής του στην ίδρυση της τροτσκιστικής Βραζιλιάνικης Κομμουνιστικής Ένωσης. Στη συνέχεια, έλαβε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων και φυλακίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του, εγκαταστάθηκε για επτά χρόνια στο Μεξικό. Πέθανε το 1959 στο Παρίσι. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης