Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen), «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα»

Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα (δανικά: Den Lille Pige med Svovlstikkerne, αγγλικά: The Little Match Girl) είναι ένα παραμύθι του Δανού συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845. Η ιστορία μιλάει για ένα κοριτσάκι που παραμονή Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους μιας χιονισμένης πόλης, πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Όταν απελπισμένο δεν άντεχε άλλο απ’ τη κούραση, το κρύο και την πείνα κάθισε σε μία γωνιά και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο βλέποντας στη φλόγα τους όμορφα οράματα. Το επόμενο πρωί οι περαστικοί το βρήκαν νεκρό, τριγυρισμένο από καμένα σπίρτα.

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και έκανε ένα τρομερό κρύο. Ο Δεκέμβρης είχε βγάλει όλη του τη δύναμη. Είχε χιονίσει πολύ κι όσο πήγαινε δυνάμωνε τούτη τη τελευταία και σκοτεινή βραδιά της χρονιάς. Μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι με λεπτά ρουχαλάκια και ξυπόλητο, περιπλανιόταν στους δρόμους. Όταν ξεκίνησε από το σπίτι της φορούσε ένα ζευγάρι παντόφλες. Ήταν αυτές που φορούσε η συχωρεμένη η μανούλα της και ήταν πολύ μεγάλες για τα μικρά της ποδαράκια. Διασχίζοντας τον δρόμο όμως τις έχασε προσπαθώντας να αποφύγει το βιαστικό πέρασμα δύο αμαξάδων που έτρεχαν για να πάνε στα ζεστά σπίτια τους, να γιορτάσουνε με τις οικογένειές τους τον ερχομό του νέου έτους. Η μία παντόφλα χάθηκε στο παχύ στρώμα του χιονιού που κρυστάλλωνε γρήγορα και την άλλη τη βρήκε ένα αγόρι που περνούσε και την πήρε μαζί του.

Έτσι το μικρό κοριτσάκι περπάτησε με γυμνά τα ποδαράκια της που ήδη είχαν κοκκινίσει κι αρχίζανε να μπλαβίζουν απ’ το κρύο. Κρατούσε κάμποσα κουτιά σπίρτα σε μια παλιά ποδιά και προσπαθούσε να τα πουλήσει στους περαστικούς, όμως δεν είχε καταφέρει να πουλήσει ούτε ένα. Κανείς δε περνούσε κι αν περνούσε δε σταματούσε, γιατί όλοι ήταν βιαστικοί και δεν προσέχανε καν το καημένο το κοριτσάκι.

Περπατούσε πια με δυσκολία και τελικά μην αντέχοντας μαζεύτηκε σε μια γωνίτσα τρέμοντας από το κρύο και το μικρό φτωχό πλάσμα ήταν πάρα πολύ πεινασμένο. Πυκνές λευκές νιφάδες χιονιού αρχίσανε να σκεπάζουνε τα όμορφα ξανθά μαλλάκια της, τις κουκλίστικες μπουκλίτσες που πέφτανε στον ακάλυπτο λαιμό της, αλλά πια δεν το σκεφτόταν καν.

Απ’ όλα τα γύρω σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, απ’ όλα τα γύρω παραθύρια έβγαινε φως απ’ τα κεριά και έφτάναν ως τη μύτη της μυρωδιές από τη ψητή γαλοπούλα και τα γλυκά τα χριστουγεννιάτικα. Μαζεύτηκε λοιπόν στη γωνίτσα που σχηματίζανε δυο σπίτια, κουλουριάστηκε όσο πιο πολύ μπορούσε και πάσχισε να καλύψει όπως-όπως τα γυμνά της πόδια και να τα τρίψει για να τα ζεστάνει κάπως, αλλά μάταια. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να γυρίσει, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο κι ο πατέρας της σίγουρα θα τη χτυπούσε. Όμως και το σπίτι της ήτανε πολύ κρύο καθώς ο κρύος άνεμος έμπαινε από τη στέγη και τους τοίχους που ήταν γεμάτο τρύπες που μόνο τις μεγαλύτερες είχαν προσπαθήσει να κλείσουν κάπως με σανό και κουρέλια.

Τα χεράκια της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν, παρ’ όλο που τα ‘τριβε συνεχώς.

«Αχ ένα σπίρτο μόνο να άναβα ένα σπίρτο να ζεστάνω λιγάκι τα δάχτυλά μου…», σκέφτηκε και δίστασε λιγάκι, γιατί ήτανε για πούλημα…

Με δυσκολία απ’ το μούδιασμα, έβγαλε ένα και το άναψε μ’ ένα υπέροχο φσσστ! και μια φλογίτσα! Τι όμορφα που άναψε!… Μια ζεστή φωτεινή φλόγα, σαν ένα πρωτοχρονιάτικο κερί, έβαλε τα χεράκια της πάνω της κι ένιωσε μιαν υπέροχη θέρμη. Είδε με τα μάτια της ψυχούλας της πως καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, με ποδαρικά από μπρούντζο γυαλισμένο καλά κι ένα στολίδι στη κορφή της πανέμορφο. Η φλόγα του σπίρτου έσβησε, έχοντάς αφήσει στη καρδιά της μια γλύκα και μιαν όμορφη ψευδαίσθηση, που τη ζέστανε τόσον ευχάριστα. Είχε μάλιστα κι απλώσει τα πόδια προς τη σόμπα να τα ζεστάνει κι αυτά, αλλά σβήνοντας το σπίρτο έσβησε κι η θέα της σόμπας και έμεινε μόνο το καμένο ξυλάκι του που καψάλισε λίγο τα δάχτυλά της.

Τούτη τη φορά δε δίστασε στιγμή και πήρε κι άλλο ένα σπίρτο από το κουτί και φσσστ!, αυτό άναψε και το φωσάκι του πέφτοντας πάνω στο λευκό τοίχο, τον έκανε διαφανή σαν ένα πέπλο κι εκείνη μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο, που ένα τραπέζι στολίστηκε με τραπεζομάντηλο, γύρω-γύρω θαυμάσια σερβίτσια από πορσελάνη και στο κέντρο φάνταζε η ψητή γαλοπούλα, με γέμιση μήλου, αποξηραμένα δαμάσκηνα και κουκουναρόσπορο. Τότε η γαλοπούλα πήδηξε από τη πιατέλα της ξεκίνησε να πηγαίνει προς το κοριτσάκι, έχοντας και τα μαχαιροπήρουνα της στο στήθος για να σερβιριστεί, μα έσβησε το σπίρτο και τίποτα από αυτά δεν έμεινε παρά ένας ξερός και κρύος τοίχος.

Άναψε και τρίτο σπίρτο. Τώρα είδε πως καθόταν κάτω από ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πιο διακοσμημένο από αυτό που ‘χε δει εκεί πιο πέρα στη γυάλινη βιτρίνα ενός πλούσιου εμπόρου. Είχε παιγνίδια ολόγυρα και γλυκίσματα τυλιγμένα σαν δώρα, χιλιάδες φωτάκια αναβοσβήνανε πάνω στα καταπράσινα κλαριά του κι όλη η ζεστασιά του κόσμου φώλιαζε στα θαμπωμένα ματάκια της. Ένα σωρό εικόνες, όπως στις βιτρίνες των καταστημάτων περνούσαν από το βλέμμα της. Ξάφνου, όλα μαζί τα φωτάκια, αρχίσανε να υψώνονται όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, ώσπου απλωθήκανε, φτάσανε στον ουρανό σαν αστεράκια κι ένα τους, μόνον ένα, έπεσε πάλι στη γη, σχηματίζοντας μια μικρή φωτίτσα γύρω του.

«Κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό τώρα» σκέφτηκε τη κουβέντα που της είχε πει για όταν πέφτει ένα αστέρι απ’ τον ουρανό, η γιαγιάκα της, που τη νοιάστηκε και τη λάτρεψε στη μικρή ζωή της και που πια ήταν ψηλά στο Θεό.

Άναψε ακόμα ένα σπίρτο όλο λαχτάρα και στη λάμψη του ω ναι! στάθηκε μπρος της η γιαγιάκα της, τόσο φωτεινή, τόσο λαμπερή, με τόση γλυκύτητα στο χαμογελαστό της βλέμμα και με τόση αγάπη στη γέρικη αλλά τεράστια αγκαλιά της.

«Γιαγιάκα!!!» τη φώναξε το κοριτσάκι. «Αχ πάρε με μαζί σου γιαγιάκα! Να φύγουμε μαζί, πριν σβήσει η φλόγα και φύγεις και εσύ, όπως έφυγαν, η σόμπα, το τραπέζι με την όμορφη ψητή γαλοπούλα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια!».

Και στη λαχτάρα της να κρατήσει όσο πιο πολύ τη γιαγιά της κοντά, πιάνει όλα μαζί τα σπίρτα και τα ανάβει μονομιάς. Κι αυτά δώσανε τόσο λαμπερό, δυνατό φως που έκανε τη νύχτα πιο φωτεινή κι από μεσημέρι καλοκαιριού. Πότε δεν είχε δει τη γιαγιά της τόσον όμορφη και ψηλή. Η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και μαζί πετάξανε ψηλά, ως τα αστέρια, με τη λάμψη της χαράς και τόσο ψηλά, που πια δεν είχε ούτε κρύο, ούτε χιόνι, ούτε πείνα, ούτε θλίψη κι ούτε σκοτεινιά…

Σε κείνη τη γωνιά την αυγή που χάραξε, έχοντας φύγει πια η τελευταία νυχτιά εκείνου του χρόνου, οι περαστικοί βρήκανε καθισμένο, ένα φτωχό κοριτσάκι ξυπόλητο, γερμένο στον τοίχο, παγωμένο κι ακίνητο. Δίπλα της είχε μερικά καμένα σπίρτα.

«Θέλησε να ζεσταθεί» έλεγε ο κόσμος και συνεχίζανε το δρόμο τους.

Κανείς τους όμως δεν είχε τη παραμικρή καν υποψία, τί όμορφα πράγματα είχε δει εκείνη τη τελευταία νύχτα, κανείς δεν φαντάστηκε καν, με ποιά ομορφιά και λαμπρότητα, αυτή κι η γιαγιά της είχανε μπει στις χαρές της νέας αυτής χρονιάς!
Έκδοση: ebooks4greeks

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης