Στέκεται φωνή μονότονη
λέει, λέει
τί λέει;
Αυτιά πολλά κάθουνται
άραγες ακούν;
Τί ακούν;
Λέξεις που πέφτουν από ψηλά
λέει, λέει
τί λέει;
Αυτιά πολλά κάθουνται
άραγες ακούν;
Τί ακούν;
Λέξεις που πέφτουν από ψηλά
ή λοξές ματιές;
Τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
μέσα στο πλήθος των ανθρώπων
αηδιαστικό το θέαμα
τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
πρέπει να ‘ ναι σέ σεπαρέ
για να νιώθουνται
για να μη φαίνονται
άφυλο να ‘ναι το πλήθος
έτσι γίνεται ανθρώπινο
τ’ ανθρώπινο, στο πλήθος
εκεί δε βλέπεις γυναίκες κι άντρες
και κοιτάς να δεις
άμα μυρίζει νιάτα
ποια πράσινα στάχυα θα πρωτοχρυσώσουν –
δε φαντάζομαι κανείς πια να πιστεύει
στο θαύμα των ψωμιών
σε σέρα τόσο κλειστή
Χριστός δε χωρεί
«Συγχώρεσέ με, δάσκαλε , για την ασέβειά μου
συγχώρεσέ με αν ευχηθώ
να ‘ ναι λίγα τα ψωμιά σου
καρβέλια εδώ μέσα δε θα φτιάξεις
κι αν νιώθουμε πως καμιά φορά ζούμε σε φούρνο
δε σημαίνει
παντού μπορείς να βρεις ζέστη
αλλά ζεστασιά –
τί να την κάνουμε όμως την υψηλή θερμοκρασία
μια που έφτιαξες την έδρα Όλυμπο;
Σε προσκυνούμε επειδή πρέπει
είσαι θεός
το βήμα σου ιερό
και εμείς το πολύ πολύ – άνθρωποι
κι αν καμιά φορά λατρεύοντας τον Προμηθέα
με λατρεία που δεν είν ’ λατρεία
αλλ’ αγάπη
ανάψουμε κανένα σπίρτο
θα μας καρφώσεις στο θρανίο
μ’ ένα μηδενικό στις εξετάσεις
και μετά
πάλι ξανά τα ίδια θα διδάξεις
ζητώντας πάντα από το ύψος σου
ανέκφραστα προσώπατα να θωρήσεις
ν’ ακούσεις γραμμένα
στα θέματά μας
την ηχώ της φωνής σου».
Τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
μέσα στο πλήθος των ανθρώπων
αηδιαστικό το θέαμα
τ’ αρσενικά, τα θηλυκά
πρέπει να ‘ ναι σέ σεπαρέ
για να νιώθουνται
για να μη φαίνονται
άφυλο να ‘ναι το πλήθος
έτσι γίνεται ανθρώπινο
τ’ ανθρώπινο, στο πλήθος
εκεί δε βλέπεις γυναίκες κι άντρες
και κοιτάς να δεις
άμα μυρίζει νιάτα
ποια πράσινα στάχυα θα πρωτοχρυσώσουν –
δε φαντάζομαι κανείς πια να πιστεύει
στο θαύμα των ψωμιών
σε σέρα τόσο κλειστή
Χριστός δε χωρεί
«Συγχώρεσέ με, δάσκαλε , για την ασέβειά μου
συγχώρεσέ με αν ευχηθώ
να ‘ ναι λίγα τα ψωμιά σου
καρβέλια εδώ μέσα δε θα φτιάξεις
κι αν νιώθουμε πως καμιά φορά ζούμε σε φούρνο
δε σημαίνει
παντού μπορείς να βρεις ζέστη
αλλά ζεστασιά –
τί να την κάνουμε όμως την υψηλή θερμοκρασία
μια που έφτιαξες την έδρα Όλυμπο;
Σε προσκυνούμε επειδή πρέπει
είσαι θεός
το βήμα σου ιερό
και εμείς το πολύ πολύ – άνθρωποι
κι αν καμιά φορά λατρεύοντας τον Προμηθέα
με λατρεία που δεν είν ’ λατρεία
αλλ’ αγάπη
ανάψουμε κανένα σπίρτο
θα μας καρφώσεις στο θρανίο
μ’ ένα μηδενικό στις εξετάσεις
και μετά
πάλι ξανά τα ίδια θα διδάξεις
ζητώντας πάντα από το ύψος σου
ανέκφραστα προσώπατα να θωρήσεις
ν’ ακούσεις γραμμένα
στα θέματά μας
την ηχώ της φωνής σου».
Ευχαριστώ την κ. Αγγελική Κ. που μου έστειλε το ποίημα
Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (πραγματικό όνομα: Νικόλαος Καλαμάρης, Λωζάνη, 1907 - Νέα Υόρκη, 1988) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο αυτή, δηλαδή μεταξύ 1924 με 1927 υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής. Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ (μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη ο Κάλας υπήρξε πρώτος μεταφραστής του Τόμας Έλιοτ στα ελληνικά.) και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας. Υπήρξε πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, που ασπάστηκε τον τροτσκισμό, χωρίς δογματισμούς. Υπήρξε ο πρώτος της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη.