Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Παύλος Νιρβάνας, «Το αγριολούλουδο» (απόσπασμα και το μυθιστόρημα σε μορφή pdf)

«— Προσέξετε, κύριε Άλκη, μην κάμετε στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό απ’ όσο φοβάσθε να κάμετε στον εαυτό σας».
 
Το Αγριολούλουδο (1924) είναι το πιο δημοφιλές έργο του Παύλου Νιρβάνα. Ο ήρωας, ο Άλκης, νεαρός γιατρός από αστική οικογένεια της Αθήνας, ταξιδεύει σ’ ένα ορεινό καταφύγιο στον Αίνο της Κεφαλλονιάς, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μίνα, μια φθισική, νέα και πανέξυπνη γυναίκα. Εκεί, σ’ εκείνο το ασύγκριτου κάλλους τοπίο, γνωρίζει το «αγριολούλουδο», τη Μαρία, την απόλυτη, την ιδανική, την πρωτογενή γυναικεία ομορφιά.  Όταν όμως ο Άλκης αποφασίζει να αγνοήσει τις μεταξύ τους κοινωνικές διαφορές και να «μεταφυτεύσει» το άνθος αυτό στην πρωτεύουσα –εκεί όπου ευδοκιμούν οι συμβάσεις και η ιδιοτέλεια–, τότε η ομορφιά της Μαρίας θαμπώνει, μαραίνεται και χάνεται... Το  Αγριολούλουδο είναι μια ιστορία ερωτικής μέθης και ρομαντικής παραφοράς∙ ένα μυθιστόρημα, που δίνει επιπλέον στον συγγραφέα την ευκαιρία να ασκήσει δριμύτατη κριτική στην «καλή» αθηναϊκή κοινωνία, την οποία κατέκρινε ως υποκριτική.
«Το αγριολούλουδο»
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Πατρίς" 1922-1923

Ι

Στη βεράντα της ερημικής βίλλας της κ. Κράλη δεν ήτανε η συνειθισμένη πολυθόρυβη συντροφιά, το ανοιξιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, τα ηλεκτρικά λουλούδια, που άνθιζαν άλλοτε με χίλια χρώματα τέτοιαν ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών περιπλοκάδων, ήσαν σβηστά ακόμα. Είχαν ξεχάσει να τ’ ανάψουν ή τα είχαν αφήσει σβυσμένα επίτηδες.

Τρεις  άνδρες,  σκυφτοί  γύρω  από  ένα  ψάθινο  τραπεζάκι, ξεχώριζαν  μέσα  στις  σκιές,  με  ύφος  ανθρώπων  που  μιλούσαν εμπιστευτικά  για  κάποια  σπουδαία  υπόθεση:  Ο  κ.  Βιτούρης, ετεροθαλής αδελφός της κ. Κράλη, ζωντοχήρας εδώ και πέντε χρόνια, που κατοικούσε μαζί της, ο Άλκης Κράλης, ανιψιός της, και ο κ. Νικολαΐδης, γιατρός και παλιός φίλος της οικογενείας. Εκείνοι που μιλούσαν όμως ήτανε κυρίως ο κ. Βιτούρης και ο γιατρός. Ο Άλκης, νέος ως είκοσι πέντε ετών, πολύ μελαχροινός, πολύ χλωμός και πολύ αδύνατος, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι, με το κεφάλι στηριγμένο μελαγχολικά στη δεξιά του παλάμη, φαινότανε ν’ ακούη, περισσότερο αφηρημένος παρά προσεχτικός, τους δύο άλλους, που πότε μιλούσαν μεταξύ τους και πότε γύριζαν το λόγο σ’ αυτόν, για να του κάνουν κάποια ερώτηση ή να του ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα της ομιλίας. Ήτανε φανερό πως το θέμα της ομιλίας ήταν αυτός και κάποια σπουδαία υπόθεσή του.

Μια στιγμή παρουσιάσθηκε στη βεράντα η μικρή καμαριέρα της κ. Κράλη, δειλά και διακριτικά, σαν να ήξερε πως οι κύριοι, αυτό το βράδυ, είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.
Μόλις την αντίκρισε ο κ. Βιτούρης, της είπε στενοχωρημένος:
— Άφησέ μας, παιδί μου! Δε χρειαζόμαστε τίποτε.
Εκείνη κοντοστάθηκε.
— Με συγχωρείτε, κύριε... μουρμούρισε. Η κυρία μου μου είπε να σας πω, όταν τελειώσετε την ομιλία σας να την ειδοποιήσετε. Κάνει πολύ ζέστη μέσα...
— Πολύ καλά, παιδί μου... της είπε ο κ. Βιτούρης. Πες στην κυρία σου, ότι θα την ειδοποιήσουμε.

Το πιθανώτερο είναι, ότι δεν ήταν η ζέστη του δωματίου που έκανε την κ. Κράλη να βιάζεται να βγη στη βεράντα. Μολονότι δεν είχε θελήσει να λάβει μέρος στην ιδιαίτερη συνομιλία, που γι’ αυτήν είχαν μαζευτή στο σπίτι της, αυτό το βράδυ, στενοί φίλοι και συγγενείς, ήταν ανυπόμονη να μάθη το αποτέλεσμα της συνομιλίας, με το ενδιαφέρον που έχουν οι γυναίκες για τα αποτελέσματα. Η υπόθεση της ήτανε γνωστή και ήτανε αυτή που είχε λάβει την πρωτοβουλία του οικογενειακού συνεδρίου, που ενεργούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, σύμφωνα με τις οδηγίες και με το πρόγραμμα, που είχε δώσει από πριν η ίδια στον αδερφό της και το γιατρό. Εκείνη είχε την ιδέα, ότι από μακρυά θα μπορούσε να διευθύνη καλύτερα τα νήματα της δουλιάς. Μεταξύ ανδρών η συνεννόηση για κάποια πράματα είναι πάντα ευκολώτερη και αυτό το γνώριζε καλά η έξυπνη γυναίκα,  όπως  μάντευε,  ότι η  παρουσία  της  μπορούσε  να  κάμη  πιο στενόχωρη  τη  θέση  του  ανιψιού  της  και  να  εμποδίση  μια  ειλικρινή ομολογία.

Η συνομιλία των τριών ανδρών κράτησε πολύ ακόμα. Είχε βραδιάσει πια και μερικά χλωμά άστρα κρεμάσθηκαν από τα κλαδιά του πλατάνου, που έπνιγε ολόγυρα τη βεράντα και που έμοιαζε τώρα σαν φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο.  [Το μυθιστόρημα σε μορφή pdf ΕΔΩ]

~

Ο Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα  ήταν  Πέτρος  Αποστολίδης  και  ήταν  γιος  του  Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου  Αποστόλου  Κουμιώτη  και  της  Μαριέτας  Ράλλη  της γνωστής  χιώτικης  οικογένειας.  Από  παιδί  εγκαταστάθηκε  με  την οικογένειά  του  στον  Πειραιά  όπου  ολοκληρώνει  την  σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο 1883-1890 και στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει  Πρόεδρος  της  Ανώτατης  Υγειονομικής  Επιτροπής  του Ναυτικού  και  τμηματάρχης  του Υπουργείου  Ναυτικών  επί Ελευθερίου Βενιζέλου. 
 
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε από νεαρή ηλικία. Από μαθητής δημοσίευε άρθρα σε πειραιώτικες εφημερίδες ενώ το 1884 σε ηλικία 18 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Δάφναι εις την 25ηνΜαρτίου 1821». Από το 1884 δημοσίευε χρονογραφήματα  και  άρθρα  σε  λογοτεχνικά  περιοδικά  και εφημερίδες της εποχής, συχνά με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Το 1907 δημοσίευσε την δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή με τον  τίτλο  «Παγά λαλέουσα»  ενώ  έγραψε  και  μελέτες,  δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και έκανε δυο μεταφράσεις («Απολογία του  Σωκράτη»  του  Πλάτωνα  και  «Παν»  του  Κνουτ  Χάμσουν). Διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του ενώ ήταν πολύ στενός φίλος με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μάλιστα είναι ο φωτογράφος που τράβηξε την γνωστή φωτογραφία με τον Παπαδιαμάντη καθήμενο.

Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει  στον  κύκλο  του  Παλαμά.  Ακολουθεί  τον  σύγχρονό  του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες  και  οι  επιρροές  του  Νίτσε.  Στην  πεζογραφία  ξεκίνησε γράφοντας  διηγήματα  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  1890,  για  να περάσει  αργότερα  στο  μυθιστόρημα.  Κυριαρχούν  στοιχεία ηθογραφίας  (που  ήταν  αρκετά  δημοφιλής  τότε)  αλλά  και ψυχογραφίας.  Γλωσσικά  ξεκίνησε  γράφοντας  στην  καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.

Μετά  την  παραίτησή  του  από  το  Ναυτικό  αφιερώθηκε αποκλειστικά  στη  λογοτεχνία  και  την  αρθρογραφία.  Το  1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο  Ξενόπουλος,  ο Μελάς  και  ο  Καββαδίας.  Πέθανε  το  1937  από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης