Ι
Στη βεράντα της ερημικής βίλλας της κ. Κράλη δεν ήτανε η συνειθισμένη πολυθόρυβη συντροφιά, το ανοιξιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, τα ηλεκτρικά λουλούδια, που άνθιζαν άλλοτε με χίλια χρώματα τέτοιαν ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών περιπλοκάδων, ήσαν σβηστά ακόμα. Είχαν ξεχάσει να τ’ ανάψουν ή τα είχαν αφήσει σβυσμένα επίτηδες.
Τρεις άνδρες, σκυφτοί γύρω από ένα ψάθινο τραπεζάκι, ξεχώριζαν μέσα στις σκιές, με ύφος ανθρώπων που μιλούσαν εμπιστευτικά για κάποια σπουδαία υπόθεση: Ο κ. Βιτούρης, ετεροθαλής αδελφός της κ. Κράλη, ζωντοχήρας εδώ και πέντε χρόνια, που κατοικούσε μαζί της, ο Άλκης Κράλης, ανιψιός της, και ο κ. Νικολαΐδης, γιατρός και παλιός φίλος της οικογενείας. Εκείνοι που μιλούσαν όμως ήτανε κυρίως ο κ. Βιτούρης και ο γιατρός. Ο Άλκης, νέος ως είκοσι πέντε ετών, πολύ μελαχροινός, πολύ χλωμός και πολύ αδύνατος, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι, με το κεφάλι στηριγμένο μελαγχολικά στη δεξιά του παλάμη, φαινότανε ν’ ακούη, περισσότερο αφηρημένος παρά προσεχτικός, τους δύο άλλους, που πότε μιλούσαν μεταξύ τους και πότε γύριζαν το λόγο σ’ αυτόν, για να του κάνουν κάποια ερώτηση ή να του ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα της ομιλίας. Ήτανε φανερό πως το θέμα της ομιλίας ήταν αυτός και κάποια σπουδαία υπόθεσή του.
Μια στιγμή παρουσιάσθηκε στη βεράντα η μικρή καμαριέρα της κ. Κράλη, δειλά και διακριτικά, σαν να ήξερε πως οι κύριοι, αυτό το βράδυ, είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.
Μόλις την αντίκρισε ο κ. Βιτούρης, της είπε στενοχωρημένος:
— Άφησέ μας, παιδί μου! Δε χρειαζόμαστε τίποτε.
Εκείνη κοντοστάθηκε.
— Με συγχωρείτε, κύριε... μουρμούρισε. Η κυρία μου μου είπε να σας πω, όταν τελειώσετε την ομιλία σας να την ειδοποιήσετε. Κάνει πολύ ζέστη μέσα...
— Πολύ καλά, παιδί μου... της είπε ο κ. Βιτούρης. Πες στην κυρία σου, ότι θα την ειδοποιήσουμε.
Το πιθανώτερο είναι, ότι δεν ήταν η ζέστη του δωματίου που έκανε την κ. Κράλη να βιάζεται να βγη στη βεράντα. Μολονότι δεν είχε θελήσει να λάβει μέρος στην ιδιαίτερη συνομιλία, που γι’ αυτήν είχαν μαζευτή στο σπίτι της, αυτό το βράδυ, στενοί φίλοι και συγγενείς, ήταν ανυπόμονη να μάθη το αποτέλεσμα της συνομιλίας, με το ενδιαφέρον που έχουν οι γυναίκες για τα αποτελέσματα. Η υπόθεση της ήτανε γνωστή και ήτανε αυτή που είχε λάβει την πρωτοβουλία του οικογενειακού συνεδρίου, που ενεργούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, σύμφωνα με τις οδηγίες και με το πρόγραμμα, που είχε δώσει από πριν η ίδια στον αδερφό της και το γιατρό. Εκείνη είχε την ιδέα, ότι από μακρυά θα μπορούσε να διευθύνη καλύτερα τα νήματα της δουλιάς. Μεταξύ ανδρών η συνεννόηση για κάποια πράματα είναι πάντα ευκολώτερη και αυτό το γνώριζε καλά η έξυπνη γυναίκα, όπως μάντευε, ότι η παρουσία της μπορούσε να κάμη πιο στενόχωρη τη θέση του ανιψιού της και να εμποδίση μια ειλικρινή ομολογία.
Η συνομιλία των τριών ανδρών κράτησε πολύ ακόμα. Είχε βραδιάσει πια και μερικά χλωμά άστρα κρεμάσθηκαν από τα κλαδιά του πλατάνου, που έπνιγε ολόγυρα τη βεράντα και που έμοιαζε τώρα σαν φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο. [Το μυθιστόρημα σε μορφή pdf ΕΔΩ]
~
Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.
Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών.