αθετώ τις υποσχέσεις μας, µαµά.
όµως σήµερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς.
το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.
ο οδηγός έδειξε να προτιµάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είµαι.
το μεσηµέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου
µεγάλο δρόµο», μια ηλικιωµένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία.
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
µε μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόµιο,
µε τα παλιά, επίσηµά της ρούχα.
µου φαίνεται, ανταλλάξαµε χρόνια, µαµά· έχω ωριµάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωµά μου, εσύ
θα με θυµάσαι στις παλιές μου δόξες.
γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα
σου κρύβω τα μισά – θέλω κάποιος να µ’ αγαπάει ακόµα.
προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,
από την τόση ειρωνεία, µαµά, για να κοιµάµαι.
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσµατα.
όµως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες.
έχω γίνει μια γούβα από λάθη, µαµά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόµισµα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεµότητα μεγάλη.
ο Α. µού εί πε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,
ο Β. µού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,
λόγια πικρά, µετράω θύµησες· η ιστορία.
παραµονεύω με το κλεφτοφάναρο, µαµά,
κοιτώ έναν κόσµο που δεν κοιτά.
έχω ετοιµάσει δυο ζωγραφιές να με θυµάσαι.
αθετώ τις υποσχέσεις μου, µαµά.
θα’ θελα να’ ξερες απλώς ότι φοβάµαι.
όµως σήµερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς.
το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.
ο οδηγός έδειξε να προτιµάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είµαι.
το μεσηµέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου
µεγάλο δρόµο», μια ηλικιωµένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία.
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
µε μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόµιο,
µε τα παλιά, επίσηµά της ρούχα.
µου φαίνεται, ανταλλάξαµε χρόνια, µαµά· έχω ωριµάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωµά μου, εσύ
θα με θυµάσαι στις παλιές μου δόξες.
γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα
σου κρύβω τα μισά – θέλω κάποιος να µ’ αγαπάει ακόµα.
προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,
από την τόση ειρωνεία, µαµά, για να κοιµάµαι.
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσµατα.
όµως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες.
έχω γίνει μια γούβα από λάθη, µαµά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόµισµα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεµότητα μεγάλη.
ο Α. µού εί πε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,
ο Β. µού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,
λόγια πικρά, µετράω θύµησες· η ιστορία.
παραµονεύω με το κλεφτοφάναρο, µαµά,
κοιτώ έναν κόσµο που δεν κοιτά.
έχω ετοιµάσει δυο ζωγραφιές να με θυµάσαι.
αθετώ τις υποσχέσεις μου, µαµά.
θα’ θελα να’ ξερες απλώς ότι φοβάµαι.
Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. Η ίδια έχει μεταφράσει τα "Ερωτικά ποίηματα" της Ανν Σέξτον, καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον. Ζει στην Αθήνα.
Τίτλοι βιβλίων: Μέγας κηπουρός (2007). Μαύρη Μωραλίνα (2010). Χορευτές (Κέδρος, 2014).