Ὅταν ‘νοιώθω τρεῖς δεκάραις
μέσ’ ‘στὴν τσέπη μου νὰ τρίζουν,
νὰ χτυποῦν νὰ κουδουνίζουν,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Τότε, λέγω, Ἕλλην εἶμαι
καὶ ἀκόμη περιμένω;
μέσ’ ‘στὴν τσέπη μου νὰ τρίζουν,
νὰ χτυποῦν νὰ κουδουνίζουν,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Τότε, λέγω, Ἕλλην εἶμαι
καὶ ἀκόμη περιμένω;
ἢ σὺ τούρτα νὰ χαθῇς.
- Ἔ! παιδί μου φέρε τούρτα,
μὰ κομμάτι δὰ μεγάλη,
ὄχι, ὄχι αὐτὴ, τὴν ἄλλη,
ἔλα δὰ καϋμέν’ εὐθύς!!
Λοιπὸν ἦλθες, ἦλθες τούρτα;
τὸ λευκό σου προσωπάκι,
τὸ ἀφράτο μαγουλάκι,
ἄφησέ με ν’ ἀσπασθῶ.
Ἔ! καλὴ ψυχὴ νὰ ἔχης
χαϊδεμμένη μου τουρτίτσα,
σὺ δὲν ‘μοιάζεις τὰ κορίτσα,
ὅσο θέλω σὲ φιλῶ.
Δὲν παραπονιέσαι διόλου,
οὔτε πῶς δὲν θέλεις κάνεις,
μόν’ τὴν ὄψι σου πῶς χάνεις,
τὴν ὡραία τὴν καλή.
Μπά! τί ἔπαθες! ἐχάθης;
μὴ ἀπ’ τὰ πολλὰ φιλιά μου
‘μπῆκες μέσα ‘στὴν κοιλιά μου;
ὥρα σου λοιπὸν καλή!
Σὺ ἐχάθηκες, ἐγ’ ὅμως
εἶμαι εὐχαριστημένος,
εἶμαι καταγλυκαμένος,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Ἕνας τούρταρος μεγάλος,
τὸ Πεντελικὸ ἃν γείνῃ,
- ὅποιος ἀγαπᾷ ἄς μείνῃ -
μέσ’ σὲ μιὰ σπηλιὰ τ’ εὐθύς,
Θὰ κλεισθῶ ἐνόσῳ ζήσω,
τὴν ψυχοῦλά μου θὰ σώσω,
ἀπ’ τὸν κόσμο θὰ γλυτώσω,
καὶ θὰ γείνω ἀσκητής!
πηγή
- Ἔ! παιδί μου φέρε τούρτα,
μὰ κομμάτι δὰ μεγάλη,
ὄχι, ὄχι αὐτὴ, τὴν ἄλλη,
ἔλα δὰ καϋμέν’ εὐθύς!!
Λοιπὸν ἦλθες, ἦλθες τούρτα;
τὸ λευκό σου προσωπάκι,
τὸ ἀφράτο μαγουλάκι,
ἄφησέ με ν’ ἀσπασθῶ.
Ἔ! καλὴ ψυχὴ νὰ ἔχης
χαϊδεμμένη μου τουρτίτσα,
σὺ δὲν ‘μοιάζεις τὰ κορίτσα,
ὅσο θέλω σὲ φιλῶ.
Δὲν παραπονιέσαι διόλου,
οὔτε πῶς δὲν θέλεις κάνεις,
μόν’ τὴν ὄψι σου πῶς χάνεις,
τὴν ὡραία τὴν καλή.
Μπά! τί ἔπαθες! ἐχάθης;
μὴ ἀπ’ τὰ πολλὰ φιλιά μου
‘μπῆκες μέσα ‘στὴν κοιλιά μου;
ὥρα σου λοιπὸν καλή!
Σὺ ἐχάθηκες, ἐγ’ ὅμως
εἶμαι εὐχαριστημένος,
εἶμαι καταγλυκαμένος,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Ἕνας τούρταρος μεγάλος,
τὸ Πεντελικὸ ἃν γείνῃ,
- ὅποιος ἀγαπᾷ ἄς μείνῃ -
μέσ’ σὲ μιὰ σπηλιὰ τ’ εὐθύς,
Θὰ κλεισθῶ ἐνόσῳ ζήσω,
τὴν ψυχοῦλά μου θὰ σώσω,
ἀπ’ τὸν κόσμο θὰ γλυτώσω,
καὶ θὰ γείνω ἀσκητής!
πηγή
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε υψηλό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και η μητέρα του ήταν εξαιρετικά μορφωμένη για την εποχή. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε στη δικηγορία για δεκαπέντε χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε στο δημόσιο τομέα [Πρωτοδικείο Αθηνών (1872-1873), Αρχαιολογική Εταιρεία, Εθνική Βιβλιοθήκη, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1904-1917)]. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη δημοσιογραφία. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του συγκέντρωσε ιστορικό και χρονογραφικό υλικό για την Αθήνα, επανέκδωσε το ιδρυμένο από τον πατέρα του περιοδικό Εβδομάς, του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση (1884-1886) και κυκλοφόρησε το λαογραφικό περιοδικό Δίπυλον (1910-1912). Τιμήθηκε με το κρατικό Αριστείο των Γραμμάτων (1923) και υπήρξε μέλος (από το 1927) και πρόεδρος (1934) της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1932 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής του δραστηριότητας στο σύλλογο Παρνασσός. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872, φοιτητής ακόμη, με την υποβολή της κωμωδίας του Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο για την ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου. Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων του, με τα οποία κάλυψε πολλούς τομείς του γραπτού λόγου. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του 1880. Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η πρόθεσή του να καταγράψει την ιστορία της Αθήνας, για την οποία έτρεφε βαθιά αγάπη, και να αναδείξει μέσω του λόγου του την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων. Για το λόγο αυτό στράφηκε τόσο στην ιστορική και λαογραφική μελέτη του παρελθόντος, κυρίως της περιόδου της τουρκοκρατίας, όσο και στην παρατήρηση της σύγχρονής του πραγματικότητας με έμφαση στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Στον τομέα της γλώσσας κινήθηκε στα πλαίσια μιας συγκρατημένης δημοτικιστικής έκφρασης. πηγή - εργογραφία