Αγαπητέ μου Τάσο.
Για να πεθάνω και να ρθω αποκλείεται
Δεν μʼ αφήνει η Κάτια.
Αλλά η Κάτια είναι τρύπια και λιγάκι τρελή
Όπως πέφτει από τα σύννεφα
Στο κουτί με τα κουφέτα.
Εσύ είσαι πεθαμένος και μπορείς και γράφεις
Τρελός όμως δεν είσαι
Οι πεθαμένοι δεν τρελαίνονται ποτέ
Είπε κάποιος πεθαμένος
Έχουν μια γλύκα στʼ αυτιά , μια ώθηση από μέσα
Μια γραφομηχανή.
Έχεις εκείνο το χρυσό συναίσθημα
Από το φλερτ της υδρογείου.
Είσαι άδειος σαν τον νοικοκύρη σου
Το γαλανό νεροχύτη – τι απέγιναν
Τα παλιά σου φλερτάκια, δεσποινίς ουρανέ;
Αυτό το καλοκαίρι
Έχει μια αγάπη για σένα,
Δια παντός αγαπημένος στα σκοτάδια
Λυρική νύχτα με φρούτα στον κόσμο
Και υγραέριο φως
Να μου ρίξεις, αν θες, ένα γήπεδο.
Να μου ρίξεις τα άντερά σου
Να μου ρίξεις καλύτερα ένα ολόκληρο τραίνο
Για την περίοδο της μη στενοχώριας.
Η γενική πλάκα
Και ήθελα να φύγω με τα λεφτά μου
Ή τη ζωή μου.
Φασαρίες και μη φασαρίες
Θα ανεβάσεις πυρετό.
Τις γυρεύεις όταν τρέχεις Αθήνα – Πειραιά
Και τανάπαλιν – τούμπαλιν;
Να μου αγοράσεις μήπως καμιά κοπέλα
Καμιά πέτσινη φιλενάδα;
Μοναξιές από τις μεγάλες μοναξιές σου
Δεν υπάρχει κανείς
ξεφτιλίστηκες. Μαθητή Μιχαήλ
ποιον θα κεράσω φωτεινή μπύρα
που φέρνει γρουσουζιά;
θα ήσουν κίτρινη στην παλιά σου παρέα
κοιμήσου τώρα πιο ήσυχη
όπως στο μεγάλο παγοποιείο.
Είσαι μια όμορφη κοπέλα
Με τη μύτη προς το έλεος της γης
Σα να ψάχνεις για πετρέλαιο.
Γιατί δεν φεύγεις και εσύ όπως οι φίλες σου;
Θα περάσει να σε πάρει το σπίτι σου;
Θα περάσει μήπως κανένα ταξί;
Τι άλλο θα περάσει;
Ένα τραίνο που φεύγει πολύ μακριά
Μια γυναίκα γάτα μου είπε:
Χρόνια πολλά και πολλά φιλιά
Να προσέχεις τα τραίνα που φεύγουν μακριά
Και γίνονται γάτες. Έχεις δύο λεπτά
Γι να μαυρίσεις, δύο γαλλικά μέτρα δικά σου
Πεθαμένος εφʼ όρου ζωής.
Με απαλά νύχια θα περάσεις τη βαθειά πόρτα.
Αλλά μη βήχεις
Θα χαλάσεις το κοστούμι σου
Θα χαλάσεις το πάρτι με τους λοξούς
Κοιμήσου μόνο και μη σηκώνεσαι με τίποτα
Ούτε με ηλεκτρική σφαλιάρα
Ούτε με όλον τον τσιγαρόβηχα της Αθήνας.
Έτσι θα ξαναπετάξεις μέχρι την εταιρία του ουρανού
Και θα φέρεις το μεγάλο εισιτήριο για βαθειά
Και μικρότερα εισιτήρια- αγγούρια
Ούτε για ταλέντα
Ούτε για σινεμά
Ούτε για το ξενοδοχείο του Μάρκου
Γιατί ξέρεις το βάθος, το κόκκινο νούμερο
Και σο βάθος αλλάζουν φανέλες οι ψυχές
«φόρεμα μείνε αεράτο για κείνον»
πεθαμένος ξανά και ξανά
το πρωί θα είσαι ήρεμος
αλλά πρόσεξε το βράδυ.
~
από τη συλλογή Ντικ ο χλομός, εκδ. Κέδρος, 1976
Για να πεθάνω και να ρθω αποκλείεται
Δεν μʼ αφήνει η Κάτια.
Αλλά η Κάτια είναι τρύπια και λιγάκι τρελή
Όπως πέφτει από τα σύννεφα
Στο κουτί με τα κουφέτα.
Εσύ είσαι πεθαμένος και μπορείς και γράφεις
Τρελός όμως δεν είσαι
Οι πεθαμένοι δεν τρελαίνονται ποτέ
Είπε κάποιος πεθαμένος
Έχουν μια γλύκα στʼ αυτιά , μια ώθηση από μέσα
Μια γραφομηχανή.
Έχεις εκείνο το χρυσό συναίσθημα
Από το φλερτ της υδρογείου.
Είσαι άδειος σαν τον νοικοκύρη σου
Το γαλανό νεροχύτη – τι απέγιναν
Τα παλιά σου φλερτάκια, δεσποινίς ουρανέ;
Αυτό το καλοκαίρι
Έχει μια αγάπη για σένα,
Δια παντός αγαπημένος στα σκοτάδια
Λυρική νύχτα με φρούτα στον κόσμο
Και υγραέριο φως
Να μου ρίξεις, αν θες, ένα γήπεδο.
Να μου ρίξεις τα άντερά σου
Να μου ρίξεις καλύτερα ένα ολόκληρο τραίνο
Για την περίοδο της μη στενοχώριας.
Η γενική πλάκα
Και ήθελα να φύγω με τα λεφτά μου
Ή τη ζωή μου.
Φασαρίες και μη φασαρίες
Θα ανεβάσεις πυρετό.
Τις γυρεύεις όταν τρέχεις Αθήνα – Πειραιά
Και τανάπαλιν – τούμπαλιν;
Να μου αγοράσεις μήπως καμιά κοπέλα
Καμιά πέτσινη φιλενάδα;
Μοναξιές από τις μεγάλες μοναξιές σου
Δεν υπάρχει κανείς
ξεφτιλίστηκες. Μαθητή Μιχαήλ
ποιον θα κεράσω φωτεινή μπύρα
που φέρνει γρουσουζιά;
θα ήσουν κίτρινη στην παλιά σου παρέα
κοιμήσου τώρα πιο ήσυχη
όπως στο μεγάλο παγοποιείο.
Είσαι μια όμορφη κοπέλα
Με τη μύτη προς το έλεος της γης
Σα να ψάχνεις για πετρέλαιο.
Γιατί δεν φεύγεις και εσύ όπως οι φίλες σου;
Θα περάσει να σε πάρει το σπίτι σου;
Θα περάσει μήπως κανένα ταξί;
Τι άλλο θα περάσει;
Ένα τραίνο που φεύγει πολύ μακριά
Μια γυναίκα γάτα μου είπε:
Χρόνια πολλά και πολλά φιλιά
Να προσέχεις τα τραίνα που φεύγουν μακριά
Και γίνονται γάτες. Έχεις δύο λεπτά
Γι να μαυρίσεις, δύο γαλλικά μέτρα δικά σου
Πεθαμένος εφʼ όρου ζωής.
Με απαλά νύχια θα περάσεις τη βαθειά πόρτα.
Αλλά μη βήχεις
Θα χαλάσεις το κοστούμι σου
Θα χαλάσεις το πάρτι με τους λοξούς
Κοιμήσου μόνο και μη σηκώνεσαι με τίποτα
Ούτε με ηλεκτρική σφαλιάρα
Ούτε με όλον τον τσιγαρόβηχα της Αθήνας.
Έτσι θα ξαναπετάξεις μέχρι την εταιρία του ουρανού
Και θα φέρεις το μεγάλο εισιτήριο για βαθειά
Και μικρότερα εισιτήρια- αγγούρια
Ούτε για ταλέντα
Ούτε για σινεμά
Ούτε για το ξενοδοχείο του Μάρκου
Γιατί ξέρεις το βάθος, το κόκκινο νούμερο
Και σο βάθος αλλάζουν φανέλες οι ψυχές
«φόρεμα μείνε αεράτο για κείνον»
πεθαμένος ξανά και ξανά
το πρωί θα είσαι ήρεμος
αλλά πρόσεξε το βράδυ.
~
από τη συλλογή Ντικ ο χλομός, εκδ. Κέδρος, 1976
Ο Βασίλης Στεριάδης γεννήθηκε στο Βόλο το 1947. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Ο κ. Ίβο (1970), Το ιδιωτικό αεροπλάνο (1971), Έξη Ποιητές (Ιδιωτική Έκδοση/1971), Ντικ ο χλομός (1976), Το χαμένο κολιέ (1983), Ο προπονητής παίκτης (1992), Χριστούγεννα της ισοπαλίας (2002), και το πεζογράφημα Η κατηγορία Α1 (1979). Έγραψε κριτικές για ποίηση σε περιοδικά και στην εφημερίδα "Η Καθημερινή". Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ιταλικά. Πέθανε στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2003.