Ένας βάτραχος σηκώθη
απ’ τον ύπνο του, και νιώθει
τη μυτίτσα του κλεισμένη,
τη φωνή του βραχνιασμένη·
είχε τρομερό συνάχι...
― αρρωσταίνουν κι οι βατράχοι. ―
Kι επειδ’ ήτον ο καημένος
λίγο καλομαθημένος,
κι εφοβείτο, μην αυξήσει
― αν κατάχαμα πατήσει ―
η βραχνάδα, το συνάχι,
ανεβαίνει εις τη ράχη
μιας χελώνας, που περνούσε
από κει που κατοικούσε.
Mε τα τέσσερα πιασμένος
κάθεται σαν κολλημένος·
να μην πέσει εφοβείτο,
σα θαλασσινός που ήτο.
H χελώνα περπατούσε,
μα αυτός δεν το κουνούσε...
πότε έσκυβε λιγάκι,
για να βρει λίγο φαγάκι,
ή να πιει λίγο νεράκι
σε κανένα χαντακάκι,
πότε πότε τραγουδούσε,
όσο δυνατά μπορούσε,
πότε πάλι βλαστημούσε
τη χελώνα που αργούσε,
κι έλεγε πως το συχάθη
τ’ άλογό του, και σα μάθει
την καβάλα, θά ’βρει άλλο
γρήγορο και πιο μεγάλο.
..........................
Eγιατρεύθη το συνάχι·
μα ο φίλος μας τη ράχη
δεν του άρεσε ν’ αφήσει
και στο χώμα να πατήσει·
του καλάρεσ’ η καβάλα,
και δεν φρόντιζε για άλλα,
μοναχά για το φαγί του
και για την ανάπαυσή του.
Φούσκωσαν τα μάγουλά του,
φούσκωσε και η κοιλιά του,
πάχυνε και το κορμί του,
χόνδρυνε και η φωνή του...
Έτρωγ’, έπινε, γελούσε,
εκοιμάτο, εξυπνούσε,
σφύριζε, χοροπηδούσε,
όλους τούς περιγελούσε,
κι έλεγε:«η τεμπελιά
είναι μια χρυσή δουλειά...»
..........................
Tέτοια ο φίλος συλλογιέται,
όταν έξαφνα πετιέται
ένα φίδι πλουμισμένο,
ένα φίδι πεινασμένο,
από κάτω από θυμάρι,
κι άλογο και καβαλάρη
χύνεται ευθύς να πιάσει,
την κοιλιά του να χορτάσει.
H χελώνα η καημένη,
από τέτοια μαθημένη,
καθώς είδε τον εχθρό της
χώθηκε στο καύκαλό της.
Kλαίει ο βάτραχος, φωνάζει,
μάλαμα, ασήμι τάζει,
την καβάλα του αφήνει...
μα είχε πια πολύ παχύνει!!
και τα πόδια μουδιασμένα
κι από τ’ άλογο πιασμένα
δεν μπορεί να τα κουνήσει,
δεν μπορεί να περπατήσει.
..........................
Πέθανε αδικημένος,
πολύ νέος ο καημένος!
Στου φιδιού δε την κοιλιά
έμαθ’ απ’ την τεμπελιά
ότι πιο κακό μεγάλο
εις τον κόσμο δεν είν’ άλλο.
~
(από το βιβλίο: Δημήτριος Γρ. Kαμπούρογλους, Στίχοι και μύθοι διά τα παιδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», 1904)
πηγή
απ’ τον ύπνο του, και νιώθει
τη μυτίτσα του κλεισμένη,
τη φωνή του βραχνιασμένη·
είχε τρομερό συνάχι...
― αρρωσταίνουν κι οι βατράχοι. ―
Kι επειδ’ ήτον ο καημένος
λίγο καλομαθημένος,
κι εφοβείτο, μην αυξήσει
― αν κατάχαμα πατήσει ―
η βραχνάδα, το συνάχι,
ανεβαίνει εις τη ράχη
μιας χελώνας, που περνούσε
από κει που κατοικούσε.
Mε τα τέσσερα πιασμένος
κάθεται σαν κολλημένος·
να μην πέσει εφοβείτο,
σα θαλασσινός που ήτο.
H χελώνα περπατούσε,
μα αυτός δεν το κουνούσε...
πότε έσκυβε λιγάκι,
για να βρει λίγο φαγάκι,
ή να πιει λίγο νεράκι
σε κανένα χαντακάκι,
πότε πότε τραγουδούσε,
όσο δυνατά μπορούσε,
πότε πάλι βλαστημούσε
τη χελώνα που αργούσε,
κι έλεγε πως το συχάθη
τ’ άλογό του, και σα μάθει
την καβάλα, θά ’βρει άλλο
γρήγορο και πιο μεγάλο.
..........................
Eγιατρεύθη το συνάχι·
μα ο φίλος μας τη ράχη
δεν του άρεσε ν’ αφήσει
και στο χώμα να πατήσει·
του καλάρεσ’ η καβάλα,
και δεν φρόντιζε για άλλα,
μοναχά για το φαγί του
και για την ανάπαυσή του.
Φούσκωσαν τα μάγουλά του,
φούσκωσε και η κοιλιά του,
πάχυνε και το κορμί του,
χόνδρυνε και η φωνή του...
Έτρωγ’, έπινε, γελούσε,
εκοιμάτο, εξυπνούσε,
σφύριζε, χοροπηδούσε,
όλους τούς περιγελούσε,
κι έλεγε:«η τεμπελιά
είναι μια χρυσή δουλειά...»
..........................
Tέτοια ο φίλος συλλογιέται,
όταν έξαφνα πετιέται
ένα φίδι πλουμισμένο,
ένα φίδι πεινασμένο,
από κάτω από θυμάρι,
κι άλογο και καβαλάρη
χύνεται ευθύς να πιάσει,
την κοιλιά του να χορτάσει.
H χελώνα η καημένη,
από τέτοια μαθημένη,
καθώς είδε τον εχθρό της
χώθηκε στο καύκαλό της.
Kλαίει ο βάτραχος, φωνάζει,
μάλαμα, ασήμι τάζει,
την καβάλα του αφήνει...
μα είχε πια πολύ παχύνει!!
και τα πόδια μουδιασμένα
κι από τ’ άλογο πιασμένα
δεν μπορεί να τα κουνήσει,
δεν μπορεί να περπατήσει.
..........................
Πέθανε αδικημένος,
πολύ νέος ο καημένος!
Στου φιδιού δε την κοιλιά
έμαθ’ απ’ την τεμπελιά
ότι πιο κακό μεγάλο
εις τον κόσμο δεν είν’ άλλο.
~
(από το βιβλίο: Δημήτριος Γρ. Kαμπούρογλους, Στίχοι και μύθοι διά τα παιδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», 1904)
πηγή
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε υψηλό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και η μητέρα του ήταν εξαιρετικά μορφωμένη για την εποχή. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε στη δικηγορία για δεκαπέντε χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε στο δημόσιο τομέα [Πρωτοδικείο Αθηνών (1872-1873), Αρχαιολογική Εταιρεία, Εθνική Βιβλιοθήκη, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής (1904-1917)]. Ασχολήθηκε παράλληλα με τη δημοσιογραφία. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του συγκέντρωσε ιστορικό και χρονογραφικό υλικό για την Αθήνα, επανέκδωσε το ιδρυμένο από τον πατέρα του περιοδικό Εβδομάς, του οποίου ανέλαβε και τη διεύθυνση (1884-1886) και κυκλοφόρησε το λαογραφικό περιοδικό Δίπυλον (1910-1912). Τιμήθηκε με το κρατικό Αριστείο των Γραμμάτων (1923) και υπήρξε μέλος (από το 1927) και πρόεδρος (1934) της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1932 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής του δραστηριότητας στο σύλλογο Παρνασσός. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872, φοιτητής ακόμη, με την υποβολή της κωμωδίας του Ευσυνειδησία και Ασυνειδησία στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο για την ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου. Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων του, με τα οποία κάλυψε πολλούς τομείς του γραπτού λόγου. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του 1880. Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η πρόθεσή του να καταγράψει την ιστορία της Αθήνας, για την οποία έτρεφε βαθιά αγάπη, και να αναδείξει μέσω του λόγου του την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων. Για το λόγο αυτό στράφηκε τόσο στην ιστορική και λαογραφική μελέτη του παρελθόντος, κυρίως της περιόδου της τουρκοκρατίας, όσο και στην παρατήρηση της σύγχρονής του πραγματικότητας με έμφαση στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Στον τομέα της γλώσσας κινήθηκε στα πλαίσια μιας συγκρατημένης δημοτικιστικής έκφρασης. πηγή - εργογραφία