Και δεν ανατριχιάζω σά θυμάμαι
όσα έχουνε πια πεθάνει,
και μένουνε παγωμένα
και παλιά παλιά – και περασμένα
στη θύμησή μου.
Παλιά
παλιά
όσα έχουνε πια πεθάνει,
και μένουνε παγωμένα
και παλιά παλιά – και περασμένα
στη θύμησή μου.
Παλιά
παλιά
σαν παραμυθάκια τρομαχτικά
π’ ακούν τα ολόξανθα παιδάκια
-δρακόντοι μαζί κι ανεράϊδες-
και δεν ανατριχιάζω
-γιατί νιώθω την άχνα τού κορμιού σου-
και της ψυχής σου την αγάπη τη γλυκιά
-γλυκιά, ξανθιά-
νάρχεται να με ζεστάνη.
Και δε νιώθω πια τον πάγο τού ό,τι έχει πεθάνει.
Αντίκρυ, με κοιτάς μ’ αγάπη,
και μια φροντίδα το μέτωπό σου γλυκοφεγγίζει
-Φροντίδα μάννας, αγαπητικιάς;-
Και μέ κοιτάς μ’ αγάπη
και δε μιλάς, δε μιλάς
να μη διακόψης τη μελέτη
που με θαρρείς βυθισμένο.
Και πού νάξερες
πως δε διαβάζω Σοπενχάουερ γιά Νίτσε
μόνο πως στη γωνιά του ξώφυλλου
του χοντρού βιβλίου
ένα τραγουδάκι γράφω
γλυκό απαλό,
το τραγουδάκι της τορινής μας τής ζωής
της ευτυχίας.
Άνοιξη τόρα.
Τις χιονοθύελλες
του χειμώνα, ποιος τίς θυμάται;
Τις ξεχνάμε.
Άνοιξη.
Και τίποτα περασμένο,
εξόν το χαμόγελό σου τίποτ’άλλο
-δε θυμάμαι.
~
(Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς, 1918)
πηγή
π’ ακούν τα ολόξανθα παιδάκια
-δρακόντοι μαζί κι ανεράϊδες-
και δεν ανατριχιάζω
-γιατί νιώθω την άχνα τού κορμιού σου-
και της ψυχής σου την αγάπη τη γλυκιά
-γλυκιά, ξανθιά-
νάρχεται να με ζεστάνη.
Και δε νιώθω πια τον πάγο τού ό,τι έχει πεθάνει.
Αντίκρυ, με κοιτάς μ’ αγάπη,
και μια φροντίδα το μέτωπό σου γλυκοφεγγίζει
-Φροντίδα μάννας, αγαπητικιάς;-
Και μέ κοιτάς μ’ αγάπη
και δε μιλάς, δε μιλάς
να μη διακόψης τη μελέτη
που με θαρρείς βυθισμένο.
Και πού νάξερες
πως δε διαβάζω Σοπενχάουερ γιά Νίτσε
μόνο πως στη γωνιά του ξώφυλλου
του χοντρού βιβλίου
ένα τραγουδάκι γράφω
γλυκό απαλό,
το τραγουδάκι της τορινής μας τής ζωής
της ευτυχίας.
Άνοιξη τόρα.
Τις χιονοθύελλες
του χειμώνα, ποιος τίς θυμάται;
Τις ξεχνάμε.
Άνοιξη.
Και τίποτα περασμένο,
εξόν το χαμόγελό σου τίποτ’άλλο
-δε θυμάμαι.
~
(Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς, 1918)
πηγή
Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950) γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από τον πατέρα του από τη Γερμανία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα και στη συνέχεια έζησε με την οικογένειά του στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου τέλειωσε τη σχολή Lycee Francais. Μετά το τέλος των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, και πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο διώχτηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Χατζηκώστα για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1916 με δημοσιεύσεις στίχων στο περιοδικό Αρμονία και το 1918 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς. Συνεργάστηκε με διάφορα αθηναϊκά περιοδικά, όπως τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), Βωμός, Αλεξανδρινή Τέχνη, Απόλλων, Μούσα, Κριτική και Τέχνη, Αργώ, Ελεύθερα Γράμματα και άλλα, όπου δημοσίευσε ποικίλα κείμενα, υπογράφοντας άλλοτε με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο και άλλοτε με το ψευδώνυμο Άρις Ίσαντρος. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Τρεις νύχτες ηδονής, 1927), το θέατρο (Το δράμα της κοκαΐνης, 1928) και το δοκίμιο. Το 1928 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων για το μονόπρακτο έργο Παραμονή Πρωτοχρονιάς, που έγραψε από κοινού με τον Κωστή Βελμύρα. Το λογοτεχνικό έργο του Χάγερ–Μπουφίδη τοποθετείται από τους μελετητές της λογοτεχνίας στο χώρο της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου, ειδικότερα στην νεορομαντική και νεοσυμβολιστική τάση της, και παρουσιάζει έντονα στοιχεία πεσιμισμού, κοσμοπολιτισμού και επιρροές από το καβαφικό έργο και γάλλους συγγραφείς όπως ο Verlaine και ο Francis Jammes. Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι.Ποίηση • Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς, 1918. • Τα μοντέρνα και το καινούργιο μανιφέστο, 1919. • Τα Ιωνικά κι οι ανοιξιάτικες αγάπες, 1922. • Δέκα ποιήματα, 1930. • Η δεύτερη ζωή, έκδοση Κύκλου, 1935. • Αυτοβιογραφία, 1942. • Τα παράλληλα, 1946. ΙΙ.Θέατρο • Η νύχτα · Δράμα μονόπραχτο, 1916. • Με τα μάτια της αγάπης · Δράμα εις πράξιν. Χαλκίδα, χ.χ. (ekebi.gr)