Ο ποιητής διαβάζει ποιήματα στους τυφλούς.
Ποτέ δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο δύσκολο.
Του τρέμει η φωνή.
Του τρέμουν τα χέρια.
Αισθάνεται πως κάθε πρόταση
τοποθετήθηκε εδώ για να δοκιμαστεί στο σκοτάδι.
Πρέπει να βοηθήσει μόνη τον εαυτό της,
δίχως φώτα και χρώματα.
Μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια
για τα αστέρια των στίχων της,
και την αυγή, το ουράνιο τόξο, τα σύννεφα, το νέον, το φεγγάρι,
για το ψάρι ακόμα τόσο ασημένιο κάτω από την επιφάνεια του νερού,
και για το γεράκι, τόσο απόμακρο κι αθόρυβο στον ουρανό.
Διαβάζει - επειδή είναι πλέον αργά για να σταματήσει -
για το αγόρι με το κίτρινο σακάκι σε ένα καταπράσινο λιβάδι,
για τις κόκκινες στέγες, που μπορείς να μετρήσεις, στην κοιλάδα,
για τους κινούμενους αριθμούς στις φανέλες των παικτών
και για την γυμνή άγνωστη πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.
Θα ήθελε να σιωπήσει - αν και είναι αδύνατο-
για όλους αυτούς τους αγίους στην οροφή του καθεδρικού,
για κείνη τη χειρονομία του αποχαιρετισμού στο παράθυρο του τρένου,
για το φακό του μικροσκόπιου και τη λάμψη του φωτός στο δαχτυλίδι
και για τις οθόνες και τους καθρέφτες και τα άλμπουμ με τα πορτραίτα.
Όμως, είναι μεγάλη η ευγένεια των τυφλών,
μεγάλη η κατανόηση και η γενναιοδωρία τους.
Ακούν, χαμογελούν και χειροκροτούν...
Ένας από αυτούς, πλησιάζει
με το βιβλίο ανοιγμένο ανάποδα
ζητώντας ένα αυτόγραφο που δεν θα δει...
Ποτέ δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο δύσκολο.
Του τρέμει η φωνή.
Του τρέμουν τα χέρια.
Αισθάνεται πως κάθε πρόταση
τοποθετήθηκε εδώ για να δοκιμαστεί στο σκοτάδι.
Πρέπει να βοηθήσει μόνη τον εαυτό της,
δίχως φώτα και χρώματα.
Μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια
για τα αστέρια των στίχων της,
και την αυγή, το ουράνιο τόξο, τα σύννεφα, το νέον, το φεγγάρι,
για το ψάρι ακόμα τόσο ασημένιο κάτω από την επιφάνεια του νερού,
και για το γεράκι, τόσο απόμακρο κι αθόρυβο στον ουρανό.
Διαβάζει - επειδή είναι πλέον αργά για να σταματήσει -
για το αγόρι με το κίτρινο σακάκι σε ένα καταπράσινο λιβάδι,
για τις κόκκινες στέγες, που μπορείς να μετρήσεις, στην κοιλάδα,
για τους κινούμενους αριθμούς στις φανέλες των παικτών
και για την γυμνή άγνωστη πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.
Θα ήθελε να σιωπήσει - αν και είναι αδύνατο-
για όλους αυτούς τους αγίους στην οροφή του καθεδρικού,
για κείνη τη χειρονομία του αποχαιρετισμού στο παράθυρο του τρένου,
για το φακό του μικροσκόπιου και τη λάμψη του φωτός στο δαχτυλίδι
και για τις οθόνες και τους καθρέφτες και τα άλμπουμ με τα πορτραίτα.
Όμως, είναι μεγάλη η ευγένεια των τυφλών,
μεγάλη η κατανόηση και η γενναιοδωρία τους.
Ακούν, χαμογελούν και χειροκροτούν...
Ένας από αυτούς, πλησιάζει
με το βιβλίο ανοιγμένο ανάποδα
ζητώντας ένα αυτόγραφο που δεν θα δει...