Βιβλιοπώλης
Τα στιχάκια για σας μια διασκέδαση είναι,
Αρκεί να κάτσετε λιγάκι,
Και δόξα παντού θα έρθει να σας βρει
Χαρμόσυνο νέο να σας φέρει:
Τα στιχάκια για σας μια διασκέδαση είναι,
Αρκεί να κάτσετε λιγάκι,
Και δόξα παντού θα έρθει να σας βρει
Χαρμόσυνο νέο να σας φέρει:
Το ποίημα, λένε, έτοιμο είναι,
Νέος καρπός πνευματικών περιπετειών.
Αποφασίστε λοιπόν· περιμένω τη λέξη:
Εσείς θα ορίσετε τη τιμή της.
Τα στιχάκια του αγαπημένου του μουσών και χαρίτων
Στο λεπτό με ρούβλια ανταλλάσσουμε
Και στο πακέτο των χαρτονομισμάτων
Τις σελίδες σας θα τυλίξουμε . . .
Γιατί αναστενάξατε τόσο βαθιά;
Μπορώ να ξέρω;
Ποιητής
Ήμουν μακριά:
Θυμόμουνα το χρόνο,
Όταν ως πένης ποιητής, έγραφα
Από έμπνευση και όχι για την αμοιβή.
Είδα ξανά τη στέγη των βουνών
Το σκοτεινή της μοναξιάς τη σκέπη,
Όπου στης φαντασίας το συμπόσιο,
Υπήρξαν φορές που τη μούσα καλούσα.
Εκεί γλυκά ηχούσε η φωνή μου·
Εκεί πέρα μακριά έντονα οράματα,
Ανεξήγητης ομορφιάς,
Πετούσαν, κουνώντας τις ουρές τους πάνω μου
Τις ώρες της νυχτερινής έμπνευσης! . . .
Τα πάντα ανησυχούσαν τον τρυφερό το νου:
Ο ανθισμένος λειμώνας, του φεγγαριού η λάμψη,
Στο παλιό παρεκκλήσι της θύελλας η βουή,
Της γριούλας ο θρύλος ο θαυματουργός.
Κάποιος δαίμονας κυρίευσε
Τα παιχνίδια και τον ελεύθερο χρόνο μου·
Πετούσε παντού ξωπίσω μου,
Ήχους θαυμάσιους μου ψιθύριζε,
Κι από βαριά πάθηση, φλεγόμενη,
Γεμάτη ήταν η κεφαλή μου·
Τύψεις γεννήθηκαν τρομακτικές·
Σε ίσες γραμμές μαζεύονταν
Οι υπάκουες λέξεις μου
Και κλείδωναν με ρίμα ηχηρή.
Αρμονικά ο ανταγωνιστής μου
Ήταν των δασών το θρόισμα, ή ο ανεμοστρόβιλος,
Ή του φλώρου το έντονο κελάιδισμα.
Ή της θάλασσας τη νύχτα το πνιχτό βουητό,
Ή το κελάρυσμα του ήρεμου ρυακιού.
Τότε, στης εργασίας τη σιωπή,
Δεν ήμουν έτοιμος να μοιραστώ
Με τον ένθερμο του πλήθους ενθουσιασμό
Και της μούσας των γόνιμων δώρων
Χωρίς να ταπεινωθώ με το επαίσχυντο εμπόριο·
Φύλακας ήμουν της φιλαργυρίας τους:
Μάλιστα, στη βουβή υπερηφάνεια,
Από τα βλέμματα του υποκριτικού όχλου
Τα δώρα της μικρής ερωμένης
Φυλάει ο δεισιδαίμων εραστής.
Βιβλιοπώλης
Η δόξα όμως αντικατέστησε
Τα ονειροπολήματα της μυστικής ομάδας:
Τα χέρια δώσατε και σκορπιστήκατε,
Όταν στο μεταξύ οι σκονισμένοι ογκόλιθοι
Της ξαπλωμένης πρόζας και των στίχων
Μάταια περιμένουν τους αναγνώστες τους
Και τον αγέρα να τους φυσήξει μαζί με τα βραβεία τους.
Ποιητής
Ευλογημένος εκείνος που κράτησε κρυφά
Της ψυχής τα ύψιστα δημιουργήματα
Και από τους ανθρώπους, και απ’ τους τάφους,
Ανταμοιβή μη περιμένοντας για τα αισθήματα του!
Ευλογημένος όποιος σιωπηλός υπήρξε ποιητής,
Και με της δόξας το αγκάθι δεν τρυπήθηκε,
Λησμονημένος από τον όχλο το σιχαμερό
Τον κόσμου τούτο άσημος άφησε!
Τι είναι πιο απατηλό ακόμη κι απ’ της ελπίδας τα όνειρα
Αν όχι η δόξα; Του αναγνώστη ψίθυρος;
Ή δίωξη του ποταπού βαρβάρου;
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;
Βιβλιοπώλης
Την ίδια είχε κι ο λόρδος Μπάιρον άποψη·
Κι ο Ζουκόφσκι έλεγε τα ίδια·
Μα ο κόσμος έμαθε κι αγόρασε
Τα μελίρρυτα τους έργα.
Και είναι επίζηλη η μοίρα μας:
Ο ποιητής εκτελεί, ο ποιητής στεφανώνει·
Τους κακούργους με τη βροντή των αιωνίων βέλων
Τους μακρινούς απογόνους χτυπά·
Τους ήρωες παρηγορεί·
Με την Κορίνα στης Κυθερείας το θρόνο
Την ερωμένη του απωθεί.
Δόξα για σας η φορτική κωδωνοκρουσία·
Μα η καρδιά των γυναικών τη δόξα ικετεύει:
Γράψτε γι’ αυτές· στ’ αυτιά τους
Είναι γλυκιά του Ανακρέοντα η κολακεία!
Η νεαρή τριανταφυλλιά είναι πιο ακριβή
Από τις δάφνες του Ελικώνα.
Ποιητής
Όνειρα αυτάρεσκα,
Παραμυθίες της μικρόμυαλης νιότης!
Κι εγώ, μέσα στις θύελλες της θορυβώδους ζωής,
Αναζητούσα της ομορφιάς την προσοχή.
Μάτια θαυμάσια με διάβαζαν
Με ένα του έρωτα χαμόγελο·
Χείλη μαγικά μου ψιθύριζαν
Ήχους γλυκείς . . .
Μα φτάνει! Δε θα θυσιάσει για χάρη τους
Την ελευθερία ο ονειροπόλος·
Ας τραγουδήσει ο νεαρός,
Της φύσης ο κακομαθημένος.
Τι δουλειά έχω μ’ αυτές; Τώρα στην ερημιά
Σιωπηλά η ζωή μου παραδέρνει·
Ο αναστεναγμός της πιστής λύρας δεν αγγίζει
Την ανάλαφρη, αέρινη ψυχή τους·
Η φαντασία τους δεν είναι καθάρια:
Δεν μας καταλαβαίνει αυτή,
Και, του θεού το φάντασμα, η έμπνευση
Ξένη κι αστεία είναι γι’ αυτές.
Όταν από μνήμης άθελα μου
Έρχεται ο στίχος που μου έμαθαν
Ανάβω αμέσως και η καρδιά πονά:
Ντρέπομαι για τα είδωλα μου.
Τι ήθελα ο δυστυχής;
Για ποιον ταπείνωσα το νου μου;
Ποιον με την ζέση των καθάριων σκέψεων
Δεν ντράπηκα να θεοποιήσω; . . .
Βιβλιοπώλης
Μ’ αρέσει η οργή σας. Έτσι είναι ο ποιητής!
Τις αιτίες της πίκρας σας
Να μάθω δε μπορώ· να δεν υπήρχαν
Εξαιρέσεις για τις γλυκές κυρίες;
Αν είναι δυνατόν να μην αξίζει καμιά απ’ αυτές
Ούτε την έμπνευση, ούτε το πάθος,
Ώστε να αφιερώσετε στην πανίσχυρη ομορφιά της
Τα τραγούδια σας;
Γιατί σωπαίνετε;
Ποιητής
Γιατί του ποιητή
Ταράζει τη καρδιά ο ύπνος ο βαρύς;
Η στείρα μνήμη τον βασανίζει.
Και λοιπόν; Τι δουλειά έχει ο κόσμος μ’ αυτό;
Είναι ξένος για όλους! . . . Η ψυχή μου
Θα σώσει, άραγε, την αλησμόνητη μορφή;
Του έρωτα έμαθα, άραγε, την ευλογία;
Μακρά των κάματων η θλίψη,
Πού έκρυβα τα δάκρυα στη σιωπή;
Πού ήταν εκείνη, τα μάτια της οποίας
Σαν ουρανός, μου χαμογελούσαν;
Όλη μου η ζωή, μια, δυο νύχτες ήταν μόνο;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και λοιπόν; Ενοχλητικός του έρωτα ο αναστεναγμός,
Θα νομίσουν πως τα λόγια μου
Είναι του τρελού το άγριο παραμιλητό.
Εκεί η καρδιά τους θα καταλάβει ένα μόνο,
Και αυτό με της θλίψης τη συγκίνηση:
Όλα τα αποφάσισε η μοίρα.
Αχ, η σκέψη για εκείνη τη μαραμένη την ψυχή
Θα μπορούσε τη νιότη να αναστήσει
Και τα όνειρα της ποίησης της παλιάς
Το πλήθος να αναστατώσει! . . . .
Μόνο αυτή θα καταλάβαινε
Τους ακατανόητους στίχους μου·
Αυτή στην καρδιά τη φλόγα θα άναβε
Τη λαμπάδας της αγνής αγάπης!
Φευ, μάταιες προσδοκίες!
Απέρριψε το κάλεσμα
Τις ικεσίες, τις θλίψεις της ψυχής μου:
Οι γήινοι ενθουσιασμοί των διαχύσεων
Σα θεότητα που είναι, δεν της χρειάζονται! . .
Βιβλιοπώλης
Έτσι λοιπόν, από τον έρωτα βασανισμένος
Ανιαρός της προσευχής ο ψίθυρος,
Εκ των προτέρων αρνηθήκατε
Της λύρας σας την έμπνευση.
Τώρα, αφήνοντας τον οχληρό τον κόσμο,
Και τις μούσες, και την αέρινη μόδα
Τι θα φυλάξετε;
Ποιητής
Την ελευθερία.
Βιβλιοπώλης
Θαυμάσια. Ορίστε μια συμβουλή·
Προσέξτε μια χρήσιμη αλήθεια:
Ο αιώνας σας είναι του εμπορίου· στον σιδηρούν τούτον αιώνα
Χωρίς λεφτά ελευθερία δεν έχει.
Τι είναι η δόξα; - Μια καλή ανταμοιβή
Στην παλαιά του τροβαδούρου πουκαμίσα.
Χρειάζεστε χρυσό, χρυσό, χρυσό:
Αποταμιεύετε χρυσό μέχρι το τέλος!
Προβλέπω την αντίρρησή σας·
Μα σας γνωρίζω καλά κύριοι μου:
Πολύτιμο είναι το έργο σας,
Μέχρι που η φλόγα της δουλειάς
Βράζει, κοχλάζει τη φαντασία·
Μα κάποτε κρυώνει, και τότε
Βαρετό το έργο σας.
Επιτρέψτε μου απλά να σας πω:
Δεν πωλείται η έμπνευση.
Μόνο το χειρόγραφο μπορείτε να πουλήσετε.
Τι περιμένετε; Ήδη έρχονται στο μαγαζί μου
Ανυπόμονοι αναγνώστες·
Γύρω από τον πάγκο μου δημοσιογράφοι περιφέρονται,
Και πίσω τους λεπτοί τραγουδιστές:
Άλλος ζητά τροφή για σάτιρα,
Άλλα για τη ψυχή, άλλος για την πένα·
Και ομολογώ πως από τη λύρα σας
Μόνο καλό προσδοκώ.
Ποιητής
Έχετε απόλυτο δίκιο. Ορίστε το χειρόγραφό μου. Συμφωνήσαμε.
~
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
πηγή
Νέος καρπός πνευματικών περιπετειών.
Αποφασίστε λοιπόν· περιμένω τη λέξη:
Εσείς θα ορίσετε τη τιμή της.
Τα στιχάκια του αγαπημένου του μουσών και χαρίτων
Στο λεπτό με ρούβλια ανταλλάσσουμε
Και στο πακέτο των χαρτονομισμάτων
Τις σελίδες σας θα τυλίξουμε . . .
Γιατί αναστενάξατε τόσο βαθιά;
Μπορώ να ξέρω;
Ποιητής
Ήμουν μακριά:
Θυμόμουνα το χρόνο,
Όταν ως πένης ποιητής, έγραφα
Από έμπνευση και όχι για την αμοιβή.
Είδα ξανά τη στέγη των βουνών
Το σκοτεινή της μοναξιάς τη σκέπη,
Όπου στης φαντασίας το συμπόσιο,
Υπήρξαν φορές που τη μούσα καλούσα.
Εκεί γλυκά ηχούσε η φωνή μου·
Εκεί πέρα μακριά έντονα οράματα,
Ανεξήγητης ομορφιάς,
Πετούσαν, κουνώντας τις ουρές τους πάνω μου
Τις ώρες της νυχτερινής έμπνευσης! . . .
Τα πάντα ανησυχούσαν τον τρυφερό το νου:
Ο ανθισμένος λειμώνας, του φεγγαριού η λάμψη,
Στο παλιό παρεκκλήσι της θύελλας η βουή,
Της γριούλας ο θρύλος ο θαυματουργός.
Κάποιος δαίμονας κυρίευσε
Τα παιχνίδια και τον ελεύθερο χρόνο μου·
Πετούσε παντού ξωπίσω μου,
Ήχους θαυμάσιους μου ψιθύριζε,
Κι από βαριά πάθηση, φλεγόμενη,
Γεμάτη ήταν η κεφαλή μου·
Τύψεις γεννήθηκαν τρομακτικές·
Σε ίσες γραμμές μαζεύονταν
Οι υπάκουες λέξεις μου
Και κλείδωναν με ρίμα ηχηρή.
Αρμονικά ο ανταγωνιστής μου
Ήταν των δασών το θρόισμα, ή ο ανεμοστρόβιλος,
Ή του φλώρου το έντονο κελάιδισμα.
Ή της θάλασσας τη νύχτα το πνιχτό βουητό,
Ή το κελάρυσμα του ήρεμου ρυακιού.
Τότε, στης εργασίας τη σιωπή,
Δεν ήμουν έτοιμος να μοιραστώ
Με τον ένθερμο του πλήθους ενθουσιασμό
Και της μούσας των γόνιμων δώρων
Χωρίς να ταπεινωθώ με το επαίσχυντο εμπόριο·
Φύλακας ήμουν της φιλαργυρίας τους:
Μάλιστα, στη βουβή υπερηφάνεια,
Από τα βλέμματα του υποκριτικού όχλου
Τα δώρα της μικρής ερωμένης
Φυλάει ο δεισιδαίμων εραστής.
Βιβλιοπώλης
Η δόξα όμως αντικατέστησε
Τα ονειροπολήματα της μυστικής ομάδας:
Τα χέρια δώσατε και σκορπιστήκατε,
Όταν στο μεταξύ οι σκονισμένοι ογκόλιθοι
Της ξαπλωμένης πρόζας και των στίχων
Μάταια περιμένουν τους αναγνώστες τους
Και τον αγέρα να τους φυσήξει μαζί με τα βραβεία τους.
Ποιητής
Ευλογημένος εκείνος που κράτησε κρυφά
Της ψυχής τα ύψιστα δημιουργήματα
Και από τους ανθρώπους, και απ’ τους τάφους,
Ανταμοιβή μη περιμένοντας για τα αισθήματα του!
Ευλογημένος όποιος σιωπηλός υπήρξε ποιητής,
Και με της δόξας το αγκάθι δεν τρυπήθηκε,
Λησμονημένος από τον όχλο το σιχαμερό
Τον κόσμου τούτο άσημος άφησε!
Τι είναι πιο απατηλό ακόμη κι απ’ της ελπίδας τα όνειρα
Αν όχι η δόξα; Του αναγνώστη ψίθυρος;
Ή δίωξη του ποταπού βαρβάρου;
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;
Βιβλιοπώλης
Την ίδια είχε κι ο λόρδος Μπάιρον άποψη·
Κι ο Ζουκόφσκι έλεγε τα ίδια·
Μα ο κόσμος έμαθε κι αγόρασε
Τα μελίρρυτα τους έργα.
Και είναι επίζηλη η μοίρα μας:
Ο ποιητής εκτελεί, ο ποιητής στεφανώνει·
Τους κακούργους με τη βροντή των αιωνίων βέλων
Τους μακρινούς απογόνους χτυπά·
Τους ήρωες παρηγορεί·
Με την Κορίνα στης Κυθερείας το θρόνο
Την ερωμένη του απωθεί.
Δόξα για σας η φορτική κωδωνοκρουσία·
Μα η καρδιά των γυναικών τη δόξα ικετεύει:
Γράψτε γι’ αυτές· στ’ αυτιά τους
Είναι γλυκιά του Ανακρέοντα η κολακεία!
Η νεαρή τριανταφυλλιά είναι πιο ακριβή
Από τις δάφνες του Ελικώνα.
Ποιητής
Όνειρα αυτάρεσκα,
Παραμυθίες της μικρόμυαλης νιότης!
Κι εγώ, μέσα στις θύελλες της θορυβώδους ζωής,
Αναζητούσα της ομορφιάς την προσοχή.
Μάτια θαυμάσια με διάβαζαν
Με ένα του έρωτα χαμόγελο·
Χείλη μαγικά μου ψιθύριζαν
Ήχους γλυκείς . . .
Μα φτάνει! Δε θα θυσιάσει για χάρη τους
Την ελευθερία ο ονειροπόλος·
Ας τραγουδήσει ο νεαρός,
Της φύσης ο κακομαθημένος.
Τι δουλειά έχω μ’ αυτές; Τώρα στην ερημιά
Σιωπηλά η ζωή μου παραδέρνει·
Ο αναστεναγμός της πιστής λύρας δεν αγγίζει
Την ανάλαφρη, αέρινη ψυχή τους·
Η φαντασία τους δεν είναι καθάρια:
Δεν μας καταλαβαίνει αυτή,
Και, του θεού το φάντασμα, η έμπνευση
Ξένη κι αστεία είναι γι’ αυτές.
Όταν από μνήμης άθελα μου
Έρχεται ο στίχος που μου έμαθαν
Ανάβω αμέσως και η καρδιά πονά:
Ντρέπομαι για τα είδωλα μου.
Τι ήθελα ο δυστυχής;
Για ποιον ταπείνωσα το νου μου;
Ποιον με την ζέση των καθάριων σκέψεων
Δεν ντράπηκα να θεοποιήσω; . . .
Βιβλιοπώλης
Μ’ αρέσει η οργή σας. Έτσι είναι ο ποιητής!
Τις αιτίες της πίκρας σας
Να μάθω δε μπορώ· να δεν υπήρχαν
Εξαιρέσεις για τις γλυκές κυρίες;
Αν είναι δυνατόν να μην αξίζει καμιά απ’ αυτές
Ούτε την έμπνευση, ούτε το πάθος,
Ώστε να αφιερώσετε στην πανίσχυρη ομορφιά της
Τα τραγούδια σας;
Γιατί σωπαίνετε;
Ποιητής
Γιατί του ποιητή
Ταράζει τη καρδιά ο ύπνος ο βαρύς;
Η στείρα μνήμη τον βασανίζει.
Και λοιπόν; Τι δουλειά έχει ο κόσμος μ’ αυτό;
Είναι ξένος για όλους! . . . Η ψυχή μου
Θα σώσει, άραγε, την αλησμόνητη μορφή;
Του έρωτα έμαθα, άραγε, την ευλογία;
Μακρά των κάματων η θλίψη,
Πού έκρυβα τα δάκρυα στη σιωπή;
Πού ήταν εκείνη, τα μάτια της οποίας
Σαν ουρανός, μου χαμογελούσαν;
Όλη μου η ζωή, μια, δυο νύχτες ήταν μόνο;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και λοιπόν; Ενοχλητικός του έρωτα ο αναστεναγμός,
Θα νομίσουν πως τα λόγια μου
Είναι του τρελού το άγριο παραμιλητό.
Εκεί η καρδιά τους θα καταλάβει ένα μόνο,
Και αυτό με της θλίψης τη συγκίνηση:
Όλα τα αποφάσισε η μοίρα.
Αχ, η σκέψη για εκείνη τη μαραμένη την ψυχή
Θα μπορούσε τη νιότη να αναστήσει
Και τα όνειρα της ποίησης της παλιάς
Το πλήθος να αναστατώσει! . . . .
Μόνο αυτή θα καταλάβαινε
Τους ακατανόητους στίχους μου·
Αυτή στην καρδιά τη φλόγα θα άναβε
Τη λαμπάδας της αγνής αγάπης!
Φευ, μάταιες προσδοκίες!
Απέρριψε το κάλεσμα
Τις ικεσίες, τις θλίψεις της ψυχής μου:
Οι γήινοι ενθουσιασμοί των διαχύσεων
Σα θεότητα που είναι, δεν της χρειάζονται! . .
Βιβλιοπώλης
Έτσι λοιπόν, από τον έρωτα βασανισμένος
Ανιαρός της προσευχής ο ψίθυρος,
Εκ των προτέρων αρνηθήκατε
Της λύρας σας την έμπνευση.
Τώρα, αφήνοντας τον οχληρό τον κόσμο,
Και τις μούσες, και την αέρινη μόδα
Τι θα φυλάξετε;
Ποιητής
Την ελευθερία.
Βιβλιοπώλης
Θαυμάσια. Ορίστε μια συμβουλή·
Προσέξτε μια χρήσιμη αλήθεια:
Ο αιώνας σας είναι του εμπορίου· στον σιδηρούν τούτον αιώνα
Χωρίς λεφτά ελευθερία δεν έχει.
Τι είναι η δόξα; - Μια καλή ανταμοιβή
Στην παλαιά του τροβαδούρου πουκαμίσα.
Χρειάζεστε χρυσό, χρυσό, χρυσό:
Αποταμιεύετε χρυσό μέχρι το τέλος!
Προβλέπω την αντίρρησή σας·
Μα σας γνωρίζω καλά κύριοι μου:
Πολύτιμο είναι το έργο σας,
Μέχρι που η φλόγα της δουλειάς
Βράζει, κοχλάζει τη φαντασία·
Μα κάποτε κρυώνει, και τότε
Βαρετό το έργο σας.
Επιτρέψτε μου απλά να σας πω:
Δεν πωλείται η έμπνευση.
Μόνο το χειρόγραφο μπορείτε να πουλήσετε.
Τι περιμένετε; Ήδη έρχονται στο μαγαζί μου
Ανυπόμονοι αναγνώστες·
Γύρω από τον πάγκο μου δημοσιογράφοι περιφέρονται,
Και πίσω τους λεπτοί τραγουδιστές:
Άλλος ζητά τροφή για σάτιρα,
Άλλα για τη ψυχή, άλλος για την πένα·
Και ομολογώ πως από τη λύρα σας
Μόνο καλό προσδοκώ.
Ποιητής
Έχετε απόλυτο δίκιο. Ορίστε το χειρόγραφό μου. Συμφωνήσαμε.
~
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
πηγή