Μαραίνεσαι και σιωπάς· σε κατατρώει η θλίψη·
Στα χείλη τα παρθενικά χαμόγελο παγώνει.
Ώρα πολλή η βελόνα σου που ξόμπλια κεντά και άνθη
Έχει να ζωντανέψει. Σιωπηλά σ’ αρέσει
Να μελαγχολείς. Ω, γνωρίζω τι θα πει η θλίψη η παρθενική·
Τα μάτια μου από καιρό έχουν διαβάσει την ψυχή σου.
Τον έρωτα δεν κρύβεις: αγαπάμε, κι όπως εμάς,
Έτσι κι εσάς κόρες τρυφερές, ο έρωτας σας συγκλονίζει.
Ευτυχισμένοι νέοι! Μα, πες μου, ποιος είναι, ανάμεσα μας
Μορφονιός με μάτια γαλανά,
Και βοστρύχους μαύρους; … Κοκκινίζεις; Σιωπώ,
Μα ξέρω, τα πάντα ξέρω: και αν θελήσω
Θα τον καλέσω. Μα αυτός δεν είναι που διαρκώς
Γύρω από το σπίτι πλανιέται και το βλέμμα στο παραθύρι οδηγεί;
Μυστικά τον περιμένεις. Φεύγει, κι εσύ τρέχεις,
Ξοπίσω του για ώρα πολλή αόρατη κοιτάς.
Στου Μάη τη γιορτή τη λαμπερή
Τρέχοντας με άμαξα πολυτελή
Κανείς από τους νέους ο πιότερο ελεύθερος και τολμηρός
Στ’ άτι του δεν κυριαρχεί με την παραξενιά του.
1824
Στα χείλη τα παρθενικά χαμόγελο παγώνει.
Ώρα πολλή η βελόνα σου που ξόμπλια κεντά και άνθη
Έχει να ζωντανέψει. Σιωπηλά σ’ αρέσει
Να μελαγχολείς. Ω, γνωρίζω τι θα πει η θλίψη η παρθενική·
Τα μάτια μου από καιρό έχουν διαβάσει την ψυχή σου.
Τον έρωτα δεν κρύβεις: αγαπάμε, κι όπως εμάς,
Έτσι κι εσάς κόρες τρυφερές, ο έρωτας σας συγκλονίζει.
Ευτυχισμένοι νέοι! Μα, πες μου, ποιος είναι, ανάμεσα μας
Μορφονιός με μάτια γαλανά,
Και βοστρύχους μαύρους; … Κοκκινίζεις; Σιωπώ,
Μα ξέρω, τα πάντα ξέρω: και αν θελήσω
Θα τον καλέσω. Μα αυτός δεν είναι που διαρκώς
Γύρω από το σπίτι πλανιέται και το βλέμμα στο παραθύρι οδηγεί;
Μυστικά τον περιμένεις. Φεύγει, κι εσύ τρέχεις,
Ξοπίσω του για ώρα πολλή αόρατη κοιτάς.
Στου Μάη τη γιορτή τη λαμπερή
Τρέχοντας με άμαξα πολυτελή
Κανείς από τους νέους ο πιότερο ελεύθερος και τολμηρός
Στ’ άτι του δεν κυριαρχεί με την παραξενιά του.
1824