«Ακούστε, το τελευταίο αλύπητο, στο μεσημέρι τού θανάτου, χτύπημα –
Η πανούκλα είν’ εδώ», είπε τα δόντια του τρίζοντας ένας Τρελός,
Κι ευθύς τον έριξε στο κρεβάτι του κάτω.
Τα χέρια του σφαδάζοντας στο λινό τυλιχτήκαν μαξιλάρι•
Κι αυτό ήταν όλο. Μαζί μ’ ένα απρόσεκτο ξέρασμα•
Ήτανε μεταξύ των συντρόφων του ο τυχερός.
Πόσο γρήγορα γίνεταί του το πνεύμ’ ασήμαντο:
Άσπλαχνους τους άντρες οι τόσοι θάνατοι κάνουν. –
Η πανούκλα είν’ εδώ», είπε τα δόντια του τρίζοντας ένας Τρελός,
Κι ευθύς τον έριξε στο κρεβάτι του κάτω.
Τα χέρια του σφαδάζοντας στο λινό τυλιχτήκαν μαξιλάρι•
Κι αυτό ήταν όλο. Μαζί μ’ ένα απρόσεκτο ξέρασμα•
Ήτανε μεταξύ των συντρόφων του ο τυχερός.
Πόσο γρήγορα γίνεταί του το πνεύμ’ ασήμαντο:
Άσπλαχνους τους άντρες οι τόσοι θάνατοι κάνουν. –
«Στην καρότσα ρίχτε τον, στο νεκροταφείο πάτε τον
Και χώρο τόσο βρείτ’ ελεεινό για τόσους πολλούς.
Μα μόν’ αυτό προσέξτε, το μόνο ξεκάθαρο, και κάντε:
Πίσω σας το νοσηρό, ζεστό, κρατήσετε αέρα
Να μη σας μολύνει.» Λοιπόν!, υπάρχει κανείς
Που εδώ πενθεί για των νεκρών το πλήθος;
Και χώρο τόσο βρείτ’ ελεεινό για τόσους πολλούς.
Μα μόν’ αυτό προσέξτε, το μόνο ξεκάθαρο, και κάντε:
Πίσω σας το νοσηρό, ζεστό, κρατήσετε αέρα
Να μη σας μολύνει.» Λοιπόν!, υπάρχει κανείς
Που εδώ πενθεί για των νεκρών το πλήθος;