Καλώς να ’ρθή σαν έρθ’ η στερνή ώρα
τα μάτια μου για πάντα να μου κλείση,
κι όποτα νά ’ναι, ή τώρα ή αργήση,
φτάνει να μην ερθή σαν άγρια μπόρα.
Άνοιξη βέβαια νά ’ναι σαν και τώρα,
κι ακόμα μια γλυκιά γλυκούλα δύση,
τα μάτια μου για πάντα να μου κλείση,
κι όποτα νά ’ναι, ή τώρα ή αργήση,
φτάνει να μην ερθή σαν άγρια μπόρα.
Άνοιξη βέβαια νά ’ναι σαν και τώρα,
κι ακόμα μια γλυκιά γλυκούλα δύση,
κι έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει,
και να πέση η ψυχούλα η λευκοφόρα
σαν άνθι της μηλιάς· κι όπου το βγάλη
η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι
σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές.
Κι όπου το πάη, κι όπου ακόμα μείνη,
απ’ τις παλιές μονάχα τις φωνές
ν’ ακούη το χαίρε που θα κλαίη η Κρήνη.
και να πέση η ψυχούλα η λευκοφόρα
σαν άνθι της μηλιάς· κι όπου το βγάλη
η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι
σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές.
Κι όπου το πάη, κι όπου ακόμα μείνη,
απ’ τις παλιές μονάχα τις φωνές
ν’ ακούη το χαίρε που θα κλαίη η Κρήνη.
Ο Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος, 1870 – Αθήνα, 1942) ήταν μεταφραστής,
λογοτέχνης και εκπαιδευτικός, ενώ διετέλεσε επίσης στέλεχος του
Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. [Βιογραφία]