Ι
Από καιρό σε καιρό οι αθάνατοι μάς στέλνουνε το μήνυμά τους,
και τότε η μοίρα μας φωτίζεται για λίγο, – τόσο,
όσο μπορούμε να κρατήσουμε ακίνητο τον χρόνο, μέσα
στην όρασή μας, ο ένας τον άλλον να πλησιάσουμε: τεμαχίζουμε
τότε
Από καιρό σε καιρό οι αθάνατοι μάς στέλνουνε το μήνυμά τους,
και τότε η μοίρα μας φωτίζεται για λίγο, – τόσο,
όσο μπορούμε να κρατήσουμε ακίνητο τον χρόνο, μέσα
στην όρασή μας, ο ένας τον άλλον να πλησιάσουμε: τεμαχίζουμε
τότε
τη σάρκα μας, ενώνοντας τον ατεμάχιστο χρόνο της ψυχής μας
και την αβέβαιη μοίρα, για λίγο. Και, μετά,
γνωρίζοντας τη βέβαιη μοναξιά της ένωσής μας,
οδεύουμε από μόνωση σε μόνωση. Των αθανάτων
το μήνυμα ξαναγυρίζει στης σιωπής τους κόλπους
κ’ η μοίρα μας επίσημο ξαναγίνεται σκοτάδι.
ΙΙ
Αβέβαια όντα στης άδηλης μοίρας μας τους κόλπους
κινούμαστε υπνοβατικά, στη ζωή και στον θάνατο χαμένοι
ανάμεσα, τούτο ζωή ονομάζοντας, θάνατο το άλλο,
και πραγματικότητα αυτό που την αδυναμία μας καθησυχάζει.
Έτσι τελούμε την παρουσία μας μες στον χρόνο,
που οδοιπορεί ατεμάχιστος, αγνοώντας
την παρουσία μας κι αν οι εκτελεστές είμαστε μόνο
μιας καταπληκτικής παράστασης στ’ όνειρο τερατώδους όντος.
ΙΙΙ
Ο έρωτας κινεί την καρδιά μας, σ’ έργα αρετής κινείται
το πνεύμα μας κ’ η κίνηση του σώματός μας σε μικρό χωράφι
τη γη όλη μεταμόρφωσεν. Ο θάνατος παίρνει το σχήμα
της ζωής κ’ η ζωή του θανάτου, ενώ ο άπειρος χρόνος
διεκδικεί την ψυχή μας, που μες σ’ αμηχανία πολλή κινείται
διστακτική κι αναποφάσιστη. Τ’ ανθρώπινα τέλη, τυφλή μοίρα,
κινεί σ’ αιώνια εναλλαγή. Έτσι τον αθάνατο θάνατό μας δεν εννοούμε
παρά ως φθορά της αιωνιότητάς μας. Η ακινησία
του νεκρού σώματος μάς σπαράζει· η λογική μας
αδυνατεί να εννοήση, πώς η ακινησία τούτη
το μήνυμα ξανά μάς έφερε των αθανάτων.
Μα η αναποφάσιστη ψυχή μας
γαληνεύει σε παραδείσιαν ηρεμία: έχει γνωρίσει
του απείρου τη φωνή στου προσφιλούς νεκρού την ακινησία.
IV
Πώς να σε τραγουδήσω, που έτσι αργά έχεις έρθει,
τώρα που ο λόγος ερημώθηκε από τα στολίδια
κι όλη την αρετή του; Θα πονέσης
αν έρχεσαι να μοιραστής μαζί μου
την άδηλη μου μοίρα.
Δέχομαι των αθανάτων
το μήνυμα που κομίζεις και σε ψάλλω: ας είσαι
η στερνή ωδίνη της γέννησης που θα με γεννήση
εννοούντα, στης άδηλης μοίρας μου τους κόλπους.
V
Σε είχα ζητήσει ανάμεσα σε μέρες, που είχαν χάσει
το πρόσωπό τους, άρρωστες από τα πολλά γεράματά τους,
που πάψανε να με θυμούνται και να τις θυμούμαι·
σε κάλεσα μ’ ονόματα γνωστά και φιλικά και μ’ άλλα
άγνωστα – μα σε σου φέρνανε ποτέ το μήνυμά μου,
αν και στεκόσουνα στην άλλη άκρη της φωνής μου.
Σε στοχαζόμουν ως νεκρό, που έπρεπε να τον αναστήσω
κραυγάζοντας του: εγέρθητι, άγνωστε! Σε στοχαζόμουν
ίσκιον ονείρου, που αν στην πραγματικότητα του
πίστευα, την τόση πίκρα μου ποτέ δε θα μπορούσε
να μοιραστή μαζί μου.
Και, κάποτε, έφτασες, πλασμένος
απ’ την ύλη της αίσθησης, φέρνοντάς μου μονάχα
την κούραση και την αδυναμία σου, που ακόμη
ελπίζανε. Αχ, δε στοχαζόμουν
πως η απελπισία μου θα δυνόταν να σηκώση
το βάρος της δικής σου ελπίδας. Γνώρισα πάλι
τη μοναξιά, τώρα που σε καλώ με τ’ όνομά σου.
~
(Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ, 1949-1953)
Άρης Δικταίος, Τα Ποιήματα (1934-1965), Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1974
Ο Άρης Δικταίος (πραγματικό όνομα: Κώστας Κωνσταντουλάκης, Ηράκλειο,
1919 – Αθήνα, 1983) ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Το 1938
γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε ως το
1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής
έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη
δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού
Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα
δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την
πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες. Είχε
προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή Στα κύματα της ζωής (1934).
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί,
Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.α. Ιδιαίτερα ογκώδες είναι
το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε επίσης ποιητικές και
λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το
1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των
Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα
του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Άρη
Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της
λογοτεχνίας μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και
επιρροές από τη λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul
Sartre. [Βιογραφία]