Τα χρόνια εκείνα συχνά
επισκεπτόμουν τον άρρωστο
και άπλωνε, θυμάμαι, τα χέρια να μ` αγκαλιάσει
ο δυστυχής αν και πλέον δεν μ` αναγνώριζε
κανέναν δεν αναγνώριζε πλέον ο δυστυχής
μονάχα αφροί έβγαιναν πότε πότε από το στόμα του
και προφητείες και λόγια ακατάληπτα
για το Θεό που κοιμάται
και πρέπει να τον ξυπνήσουμε.
Συχνά για πράγματα περασμένα μιλούσε
για τη Βενετία, το Τορίνο, για βάρκες που έπλεαν
γαλήνια στα ήρεμα νερά κάποιας σκοτεινής
λίμνης, για τα θλιμμένα τριαντάφυλλα
της Λου Σαλομέ και για περιστατικά
της παλιάς του ζωής
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Κυρίως όμως, μιλούσε για ένα γέρικο άλογο
και τότε γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Για ένα άλογο μιλούσε που στεκόταν ακίνητο
κάτω από τη βροχή στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
σε μιαν άλλη, μακρινή ζωή
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Ακίνητο στεκόταν το άλογο στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
και ο μεθυσμένος αμαξάς το χτυπούσε ασταμάτητα.
Κάθε λεπτομέρεια θυμόταν τότε ο δυστυχής
και γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Θυμόταν ότι ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
εκεί όπου ένας αμαξάς μεθυσμένος
χτύπησε κάποτε μέχρι θανάτου
ένα γέρικο άλογο.
Ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
κι έτριζαν άγρια οι ρόδες της άμαξας
στο υγρό λιθόστρωτο.
~
πηγή
επισκεπτόμουν τον άρρωστο
και άπλωνε, θυμάμαι, τα χέρια να μ` αγκαλιάσει
ο δυστυχής αν και πλέον δεν μ` αναγνώριζε
κανέναν δεν αναγνώριζε πλέον ο δυστυχής
μονάχα αφροί έβγαιναν πότε πότε από το στόμα του
και προφητείες και λόγια ακατάληπτα
για το Θεό που κοιμάται
και πρέπει να τον ξυπνήσουμε.
Συχνά για πράγματα περασμένα μιλούσε
για τη Βενετία, το Τορίνο, για βάρκες που έπλεαν
γαλήνια στα ήρεμα νερά κάποιας σκοτεινής
λίμνης, για τα θλιμμένα τριαντάφυλλα
της Λου Σαλομέ και για περιστατικά
της παλιάς του ζωής
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Κυρίως όμως, μιλούσε για ένα γέρικο άλογο
και τότε γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Για ένα άλογο μιλούσε που στεκόταν ακίνητο
κάτω από τη βροχή στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
σε μιαν άλλη, μακρινή ζωή
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Ακίνητο στεκόταν το άλογο στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
και ο μεθυσμένος αμαξάς το χτυπούσε ασταμάτητα.
Κάθε λεπτομέρεια θυμόταν τότε ο δυστυχής
και γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Θυμόταν ότι ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
εκεί όπου ένας αμαξάς μεθυσμένος
χτύπησε κάποτε μέχρι θανάτου
ένα γέρικο άλογο.
Ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
κι έτριζαν άγρια οι ρόδες της άμαξας
στο υγρό λιθόστρωτο.
~
πηγή
Ο Σταμάτης Πολενάκης (εγγονός του σιφνιού γελοιογράφου Σταμάτη Πολενάκη) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και σπούδασε στο τμήμα Ισπανικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης. Είναι ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Γιάννη Γκούμα, και, κυρίως, από τον Richard Pierce. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Εργογραφία: Ποίηση: Το χέρι του χρόνου (Όμβρος, 2002). Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ (Οδός Πανός, 2006), Νοτρ Νταμ (Οδός Πανός, 2008). Τα σκαλοπάτια της Οδησσού (Μικρή Άρκτος, 2012). Η ένδοξη πέτρα (Μικρή Άρκτος, 2014). Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (Μικρή Άρκτος, 2016), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης, από κοινού με τη συλλογή "Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης" της Χλόης Κουτσουμπέλη, και με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Ο Αναγνώστης", 2017. Η πάλη με τον Άγγελο (Ενύπνιο, 2020). Θέατρο: Βερολίνο (Αιγόκερως, 2010).