γιατί να μην σε έχω τώρα εδώ
να πλέκεις με τα δάχτυλά σου
σταυρόλεξα στα μαλλιά μου
να χάνεται ο δείκτης σου
στο αμείλικτο κενό
ανάμεσα στο στήθος μου
και να φαντάζεσαι ναυάγια
στο τρίγωνο της λεκάνης μου
γιατί ο αφαλός μου να μοιάζει
στον πιο όμορφο κόμπο της γης
μα εσύ πουθενά για να τον λύσεις
γιατί τον ιδρώτα μου να τον γλύφουν
οι πετσέτες στο γυμναστήριο
και το κορμί μου να μην
το αγγίζει άλλος παρά
το εμαγιέ του μπάνιου μου
γιατί να με τρώει
και να με χορταίνει
μόνο ο καθρέφτης μου
και τα μικρά άσπρα ανθάκια
πάνω στο γραφείο μου γιατί
δεν μου τα πήρες εσύ
αλλά εγώ μόνη μου προχθές
από έναν παππούλη με χέρια
τρεμάμενα στην Wittenbergplatz
τις μπλε μου μέρες γιατί, γιατί
να τις ξέρουν μόνο οι νότες και
γιατί, γιατί να μην έρθεις τώρα
να με τραβήξεις από τις
σπασμένες τάβλες μου
που χρόνια μ’ έχουν λατρέψει
να με πας κάπου δίχως γκρίζο
να με λατρέψεις για λίγο εσύ
μα πιότερο φως μου
γιατί να μην ξέρω το όνομά σου
και που μπορώ να σε βρω
να πλέκεις με τα δάχτυλά σου
σταυρόλεξα στα μαλλιά μου
να χάνεται ο δείκτης σου
στο αμείλικτο κενό
ανάμεσα στο στήθος μου
και να φαντάζεσαι ναυάγια
στο τρίγωνο της λεκάνης μου
γιατί ο αφαλός μου να μοιάζει
στον πιο όμορφο κόμπο της γης
μα εσύ πουθενά για να τον λύσεις
γιατί τον ιδρώτα μου να τον γλύφουν
οι πετσέτες στο γυμναστήριο
και το κορμί μου να μην
το αγγίζει άλλος παρά
το εμαγιέ του μπάνιου μου
γιατί να με τρώει
και να με χορταίνει
μόνο ο καθρέφτης μου
και τα μικρά άσπρα ανθάκια
πάνω στο γραφείο μου γιατί
δεν μου τα πήρες εσύ
αλλά εγώ μόνη μου προχθές
από έναν παππούλη με χέρια
τρεμάμενα στην Wittenbergplatz
τις μπλε μου μέρες γιατί, γιατί
να τις ξέρουν μόνο οι νότες και
γιατί, γιατί να μην έρθεις τώρα
να με τραβήξεις από τις
σπασμένες τάβλες μου
που χρόνια μ’ έχουν λατρέψει
να με πας κάπου δίχως γκρίζο
να με λατρέψεις για λίγο εσύ
μα πιότερο φως μου
γιατί να μην ξέρω το όνομά σου
και που μπορώ να σε βρω