Εκείνο το βράδυ, ήταν εκκωφαντικό απ’ όπου κι αν κοιτούσαμε. Τσίγκινοι
κάδοι να αναποδογυρίζουν οι εργάτες της καθαριότητας, πιο πάνω φωνές
τσακωμοί λουσμένοι από κλαρίνα και πιάτα να σπάνε.
Ας αλλάξουμε δρόμο ‘μου είπες. Δεν αντέχεται αυτή η φασαρία.
Σου έπιασα το χέρι και σου σιγό – τραγούδησα
το “μ’ αεροπλάνα και βαπόρια”.
Δεν σου άρεσε ποτέ η Ελληνική μουσική.
Δάκρυζες μπροστά στους στίχους, που σου ράγιζαν τη καρδιά.
Στο από πάνω στενό, κάποιος έπαιζε τζαζ στο πιάνο.
– Έλα να κάτσουμε λίγο, κουράστηκα να περπατώ. Θέλω να ακούσω αυτή τη
μουσική, κι ας μην τη γνωρίζω.
-Θέλω να ακούσω τσιγγάνικα τραγούδια και ντέφια να σπάνε τα τύμπανα του
αυτιού μου’ σου απάντησα.
Ήταν όλα περίεργα εκείνο το βράδυ.
Αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς σταματημό.
Ακούγαμε τους χτύπους της καρδιάς μας κι ήταν τέτοιος ο ρυθμός, που
χορεύαμε στο δρόμο breakdance.
Κάποιος άκουγε μουσική δωματίου. Αλήθεια, ποτέ δε κατάλαβα γιατί
φορέσαμε αυτή την ταμπέλα σε μια τόσο εξαίσια μουσική. Ήταν απλά
μια ήσυχη μελωδική μουσική, που κάλλιστα την άκουγες και εκτός δωματίου.
Σταματήστε! Φώναξε ένας κύριος από το μπαλκόνι’ Μην τραγουδάτε σαν
Ινδιάνοι, σταματήστε.
Δε σταματήσαμε , παρά μονάχα βγάζαμε κραυγές μελωδικές ελεύθερα που
έφευγαν σα μπαλόνια στον ουρανό.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας τραγουδώντας παλιά ρεμπέτικα. Ακόμη κι υγρασία
εκείνο το βράδυ γεννούσε μουσική.
Τα τακούνια σου πάταγαν πέτρες και ηχούσαν πιο μπάσα.
Εγώ να σου μιλώ για τα χαρακτηριστικά κάθε νότας.
Γνώριζα από παλιά που είχα βρεθεί σε μπουζούκια λουσμένη από κόκκινα
γαρύφαλλα. Τα βαρέθηκε η ψυχή μου τότε και ξεκίνησα να ακούω metal
μουσική, αυτή που ενοχλεί πολλούς ανθρώπους, κυρίως της κλασικής. Αλλά
να που έμαθα και κλασική μετά από χρόνια. Ποιος το περίμενε πως χόρευα
τσιφτετέλια, trance σε ελεύθερους ρυθμούς χωρίς να δίνω σημασία ποιος-α
με κοιτά, ύστερα να παίζω κόντρα μπάσο τον αγαπημένο μου Rinat Ibragimov
και ξανά “δεν έχω τόπο , δεν έχω ελπίδα”.
Ας γυρίσουμε σπίτι κουράστηκα με όλους τους θορύβους, με τις μελωδίες.
Θέλω ησυχία.
Μα κι η ησυχία έχει θορύβους που σε κάνει να σκεφτείς πως, η μουσική είναι
μια. Σε κάνει να σεβαστείς τη μουσική σκέτα χωρίς τίτλους και είδη.
Πράγματι, τώρα που το σκέπτομαι.. η μουσική είναι μια και μπορεί χωρίς
εμάς που την έχουμε βιάσει αδίστακτα.
Νομίζουμε πως είμαστε κατακτητές της.
Δεν είμαστε φίλοι μου κατακτητές της, είναι ελεύθερη όπως το θρόισμα των
δένδρων στα δάση, όπως η πρώτη λαλιά ενός νεογέννητου σπουργιτιού.
Τα έχουμε ριμάξει όλα. Θρασύτατοι επιλέγουμε κι όταν ένας φίλος ακούει
κάτι που δεν μας αρέσει..χμ , σταματά η φιλία μας. Μα τι στο καλό έχουμε
πάθει οι άνθρωποι; Αναρωτιέμαι γιατί να ακούω μόνο ότι ακούει ο άλλος για
να είμαστε ένα;.
Μη κουράζεσαι καρδιά μου. Βάλε ράδιο κι έλα να ξαπλώσουμε.
Ποιο σταθμό να βάλω;
Όπου κάτσει η βελόνα και πιάνει σήμα. Δεν έχει καμία σημασία. Απόψε με
έμαθες πως οι δεσμοί του κάθε είδους κι υποείδους μουσικής, υπάρχουν
από τον άνθρωπο από τα αρχαία χρόνια. Εμείς δεν έχουμε αναγνωρίσει πως
η ελευθερία του ανθρώπου είναι δώρο, πως η μουσική είναι μια, πως είναι
ανόητο να μην το γνωρίζουμε αυτό. Πως ότι ζητά η ψυχή μπορεί να το ‘χει
χωρίς δισταγμό, ντροπή ή κουκούλωμα συναισθημάτων.
Όλα τα παραπάνω είναι μουσική κι είναι μία, όπως εσύ όπως εγώ όπως όλοι
οι άνθρωποι. Κλείσε το φως κι αφουγκράσου δικαίωμα, ισότητα, ελευθερία,
ψυχή, αγάπη κι άσε με να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο ακούγοντας Ξενάκη.
Δεν θα μας αποχαιρετήσει ποτέ η μουσική. Ποτέ!
Ας δώσουμε χώρο στην ευγένεια της κι ας μην λογοκρίνουμε κανέναν
άνθρωπο πια. Η μουσική δεν γνωρίζει από κλουβιά και ασέβεια.
Σινιάλο μας κάνει κι αν τα μάτια είναι καθαρά ανοικτά, ανταποκρινόμαστε.
Ένα καληνύχτα είπαμε στη μουσική εκείνο το βράδυ, κι αυτή παρέμεινε
άγγελος στο προσκεφάλι μας.
Το σινιάλο της, τα φτερά μας.
πηγή
κάδοι να αναποδογυρίζουν οι εργάτες της καθαριότητας, πιο πάνω φωνές
τσακωμοί λουσμένοι από κλαρίνα και πιάτα να σπάνε.
Ας αλλάξουμε δρόμο ‘μου είπες. Δεν αντέχεται αυτή η φασαρία.
Σου έπιασα το χέρι και σου σιγό – τραγούδησα
το “μ’ αεροπλάνα και βαπόρια”.
Δεν σου άρεσε ποτέ η Ελληνική μουσική.
Δάκρυζες μπροστά στους στίχους, που σου ράγιζαν τη καρδιά.
Στο από πάνω στενό, κάποιος έπαιζε τζαζ στο πιάνο.
– Έλα να κάτσουμε λίγο, κουράστηκα να περπατώ. Θέλω να ακούσω αυτή τη
μουσική, κι ας μην τη γνωρίζω.
-Θέλω να ακούσω τσιγγάνικα τραγούδια και ντέφια να σπάνε τα τύμπανα του
αυτιού μου’ σου απάντησα.
Ήταν όλα περίεργα εκείνο το βράδυ.
Αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς σταματημό.
Ακούγαμε τους χτύπους της καρδιάς μας κι ήταν τέτοιος ο ρυθμός, που
χορεύαμε στο δρόμο breakdance.
Κάποιος άκουγε μουσική δωματίου. Αλήθεια, ποτέ δε κατάλαβα γιατί
φορέσαμε αυτή την ταμπέλα σε μια τόσο εξαίσια μουσική. Ήταν απλά
μια ήσυχη μελωδική μουσική, που κάλλιστα την άκουγες και εκτός δωματίου.
Σταματήστε! Φώναξε ένας κύριος από το μπαλκόνι’ Μην τραγουδάτε σαν
Ινδιάνοι, σταματήστε.
Δε σταματήσαμε , παρά μονάχα βγάζαμε κραυγές μελωδικές ελεύθερα που
έφευγαν σα μπαλόνια στον ουρανό.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας τραγουδώντας παλιά ρεμπέτικα. Ακόμη κι υγρασία
εκείνο το βράδυ γεννούσε μουσική.
Τα τακούνια σου πάταγαν πέτρες και ηχούσαν πιο μπάσα.
Εγώ να σου μιλώ για τα χαρακτηριστικά κάθε νότας.
Γνώριζα από παλιά που είχα βρεθεί σε μπουζούκια λουσμένη από κόκκινα
γαρύφαλλα. Τα βαρέθηκε η ψυχή μου τότε και ξεκίνησα να ακούω metal
μουσική, αυτή που ενοχλεί πολλούς ανθρώπους, κυρίως της κλασικής. Αλλά
να που έμαθα και κλασική μετά από χρόνια. Ποιος το περίμενε πως χόρευα
τσιφτετέλια, trance σε ελεύθερους ρυθμούς χωρίς να δίνω σημασία ποιος-α
με κοιτά, ύστερα να παίζω κόντρα μπάσο τον αγαπημένο μου Rinat Ibragimov
και ξανά “δεν έχω τόπο , δεν έχω ελπίδα”.
Ας γυρίσουμε σπίτι κουράστηκα με όλους τους θορύβους, με τις μελωδίες.
Θέλω ησυχία.
Μα κι η ησυχία έχει θορύβους που σε κάνει να σκεφτείς πως, η μουσική είναι
μια. Σε κάνει να σεβαστείς τη μουσική σκέτα χωρίς τίτλους και είδη.
Πράγματι, τώρα που το σκέπτομαι.. η μουσική είναι μια και μπορεί χωρίς
εμάς που την έχουμε βιάσει αδίστακτα.
Νομίζουμε πως είμαστε κατακτητές της.
Δεν είμαστε φίλοι μου κατακτητές της, είναι ελεύθερη όπως το θρόισμα των
δένδρων στα δάση, όπως η πρώτη λαλιά ενός νεογέννητου σπουργιτιού.
Τα έχουμε ριμάξει όλα. Θρασύτατοι επιλέγουμε κι όταν ένας φίλος ακούει
κάτι που δεν μας αρέσει..χμ , σταματά η φιλία μας. Μα τι στο καλό έχουμε
πάθει οι άνθρωποι; Αναρωτιέμαι γιατί να ακούω μόνο ότι ακούει ο άλλος για
να είμαστε ένα;.
Μη κουράζεσαι καρδιά μου. Βάλε ράδιο κι έλα να ξαπλώσουμε.
Ποιο σταθμό να βάλω;
Όπου κάτσει η βελόνα και πιάνει σήμα. Δεν έχει καμία σημασία. Απόψε με
έμαθες πως οι δεσμοί του κάθε είδους κι υποείδους μουσικής, υπάρχουν
από τον άνθρωπο από τα αρχαία χρόνια. Εμείς δεν έχουμε αναγνωρίσει πως
η ελευθερία του ανθρώπου είναι δώρο, πως η μουσική είναι μια, πως είναι
ανόητο να μην το γνωρίζουμε αυτό. Πως ότι ζητά η ψυχή μπορεί να το ‘χει
χωρίς δισταγμό, ντροπή ή κουκούλωμα συναισθημάτων.
Όλα τα παραπάνω είναι μουσική κι είναι μία, όπως εσύ όπως εγώ όπως όλοι
οι άνθρωποι. Κλείσε το φως κι αφουγκράσου δικαίωμα, ισότητα, ελευθερία,
ψυχή, αγάπη κι άσε με να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο ακούγοντας Ξενάκη.
Δεν θα μας αποχαιρετήσει ποτέ η μουσική. Ποτέ!
Ας δώσουμε χώρο στην ευγένεια της κι ας μην λογοκρίνουμε κανέναν
άνθρωπο πια. Η μουσική δεν γνωρίζει από κλουβιά και ασέβεια.
Σινιάλο μας κάνει κι αν τα μάτια είναι καθαρά ανοικτά, ανταποκρινόμαστε.
Ένα καληνύχτα είπαμε στη μουσική εκείνο το βράδυ, κι αυτή παρέμεινε
άγγελος στο προσκεφάλι μας.
Το σινιάλο της, τα φτερά μας.
πηγή